Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

25 Φεβ 2014

Η αμυγδαλιά άνθισε και για σένα

Εκείνα τα τραπέζια ήταν τεράάάάστια. Έτσι καταγράφηκαν στη μνήμη, κι ας μην ήταν. Είχαν κάτι μαγικό. Απρογραμμάτιστα. Μαζεύονταν σόγια, φίλοι. Οι γυναίκες στην κουζίνα προετοίμαζαν κάτι πρόχειρο, ενώ κακάριζαν. Έτρεχαν τα χέρια τους να καθαρίζουν πατάτες, να τηγανίζουν κεφτέδες, να κουτσομπολεύουν. Μετά ξεφλούδιζαν πορτοκάλια, μήλα και τα πασπάλιζαν με κανέλα και ζάχαρη.


Υπήρχε ένας ρυθμός γρήγορος, εορταστικός κι ας μη γιόρταζαν κάτι συγκεκριμένο. Ίσως το ότι ήταν Κυριακή ή την άφιξη κάποιου μουσαφίρη. Μεγάλη υπόθεση ο μουσαφίρης. Ο «έχουμε και ξένον άνθρωπο». Και ξαφνικά, από το πουθενά, λες και τα τραπέζια γαργάλαγαν λαρύγγια, άρχιζαν τα τραγούδια. Μια αυτοσχέδια, άτεχνη κομπανία, μια ορχήστρα στο δευτερόλεπτο. Τραγούδαγαν με έξαψη, με ανεμελιά, με χαρά. Έπλεαν μουσικά σ΄ όλους τους χρόνους και τα μουσικά ρεύματα. Γούναρη, Θεοδωράκη, Τσιτσάνη, Σπάρτακο, Ζαμπέτα. Κι ανάμεσα και Βέμπο και κανένα «σύγχρονο» του τότε, όπως «Δελφίνι, δελφινάκι». Α, ναι! Και κανένα σόκιν, οπωσδήποτε. Αυτό κι αν φούντωνε την ατμόσφαιρα.

Για να ξεπροβάλλουν οι οδοντοστοιχίες κάποιο χρυσό δόντι (υπήρχαν στα στόματα και χρυσά δόντια τότε) και οι γυναίκες να λένε «καλέ, ακούν και μικρά παιδιά». Ξεκίναγε ο ένας, απόσωνε ο άλλος, τράβαγε μια κορώνα ο τρίτος. Μα υπήρχε κι ένα τραγούδι, απαραιτήτως κι εκείνο το τραγούδι, που άλλαζε το κλίμα. «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, με τα χεράκια της». Το περίμενα πώς και πώς για να κοροϊδέψω. Έπεφταν οι στροφές τους με τη μια! Έκλειναν μεμιάς τα μάτια, σαν να γλάρωναν, σαν να τους έριχνε σ΄ έναν περίεργο υπνόξυπνο. Σαν σε λειτουργία, σαν επίκληση σε άγιο αδιευκρίνιστο. Δεν το αφιέρωναν σε ανθρωπίνων διαστάσεων έρωτα. Δεν ήταν καν για ανεκπλήρωτη σχέση. Ήταν σαν έρωτας για κάτι… Άγνωστο. Αλλά τι; Μα ποιος σκέφτηκε να γράψει στίχο «ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά με τα χεράκια της»; Μικρή εγώ, με δισκάκια 45άρια σε ετοιμότητα. Να χορέψω σέικ. Να δοξαστώ χορευτικά στο «Ω μάμι, ω μάμι μάμι μπλου, ω μάμι μπλου». Πιο λογικοί μου έμοιαζαν οι στίχοι mammy blue!

Προχθές περπατούσα. Περπατούσα μηχανικά και σκεφτόμουν. Το μυαλό ακολουθούσε όλα τα χαρτογραφημένα χθες μου και τα αχαρτογράφητα αύριο. Χαραμίζοντας επιπόλαια το τώρα. Τι αδιανόητη σπατάλη! Και ξαφνικά, σε μια στροφή του δρόμου, να! Μια ολάνθιστη αμυγδαλιά. Και στο επόμενο βήμα μου, μια συγκλονιστική μυρουδιά από κάποιο ανθισμένο δέντρο, έβαλε μπροστά την όσφρηση. Μη με ρωτήσεις «τι δέντρο ήταν;». Χαράμισα και τα δέντρα στα χρόνια, η ηλίθια! Πού να τα ξεχωρίσω; Kαι μετά ξανά μια αμυγδαλιά. Αν δεν με πετύχαινε η πρώτη, θα μ΄ έριχνε κάτω η δεύτερη, έμοιαζε έως και προσχεδιασμένο το έγκλημα. Ολάνθιστη, ολοστόλιστη, ακριβής, ακριβέστατη στο ραντεβού μαζί μου κάθε χρόνο. Στάθηκα. Να την κοιτάω. Τόσο τραγικά αμήχανη, σαστισμένη, διστακτική στην τόση ομορφιά, σ΄ όλο αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μου. Κύκλος ζωής. Ολοστρόγγυλος. Ο χρόνος-γη. Ολάνθιστος! Κι ήταν ξυραφιά. Ναι! Ξυραφιά. Που δεν ξεχωρίζεις αίσθημα. Δεν προλαβαίνεις κιόλας. Μέχρι να δεις αίμα. Και να συμπεράνεις πόνο ενώ δεν ήταν πόνος. Αίμα μου έβγαλε η αμυγδαλιά. Στόχευσε ευθύβολα, μια αυθάδη μοιρολογίστρα, που θεωρούσε ότι ο κόσμος είχε έρθει τούμπα και τον έκλαιγε. Οι αμυγδαλιές, αγαπημένοι μου, άνθισαν και φέτος, όπως κάθε χρόνο. Κι είμαστε εδώ.

Y.Γ.: Υπάρχει πιο αισιόδοξο μήνυμα απ΄ αυτό;



http://www.protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου