Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

3 Δεκ 2013

''Ένας άλλος Ηλίας.'' Η συγκλονιστική αφήγηση της Domenica!!

Αποφάσισα να γράψω αυτό το κειμενάκι διότι τυχαία διαπίστωσα πως ο πατέρας μου πέθανε την ίδια χρονιά που γεννήθηκε ο Ηλίας Κασιδιάρης, λεγόταν επίσης Ηλίας, και ήταν μόλις 33 ετών όταν πέθανε, είχε δηλαδή την ηλικία που έχει τώρα ο Η. Κασιδιάρης.

Αν κάποιος γκουγκλάρει το όνομα Ηλίας, η αναφορά στον υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής και νεόκοπο σταρ του εγχώριου lifestyle βγαίνει από τις πρώτες επιλογές και προς μεγάλη μου φρίκη με θετικά σχόλια. Εκτός από τον Ηλία Κασιδιάρη υπάρχει και ο Ηλίας Παναγιώταρος που έγινε διάσημος επειδή κορόιδευε μια γιαγιά πως ήταν ξένη και δεν της έδινε τρόφιμα, και επειδή ούρλιαζε τότε έξω από το θέατρο ᾽᾽Χυτήριο᾽᾽ ενάντια σε θεατές και καλλιτέχνες.

Για αυτούς τους Ηλίες ξέρουμε τα πάντα- για τις διακοπές τους, τις σχέσεις τους, τα μαγαζιά τους και τις απόψεις τους. Αναρωτιόμουν αν σε μερικά χρόνια το όνομα Ηλίας θα έχει και εδώ αντίστοιχους συνειρμούς με το όνομα Αδόλφος σε Γερμανία και Αυστρία, όπου είναι ένα από τα λιγότερα δημοφιλή ονόματα, (αν φωνάζεις τον γιο σου Adolf κανείς δεν φαντάζεται πως αναφέρεσαι στον Adolf Loos, ας πούμε).

Υπάρχουν βέβαια και ο Ηλίας Ηλιού, ο Ηλίας Βενεζης, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Ηλίας Μαμαλακης, ο Ηλίας Ηλιάδης, και ο Ηλίας, κομπάρσος που ρίχνει το σκυλάδικο στο Όλα είναι Δρόμος του Π. Βούλγαρη. Αλλά πλέον δεν πολυσκεφτόμαστε τόσο αυτούς τους Ηλίες. Είναι όνομα σχετικά σπάνιο πλέον και όχι τόσο δημοφιλές όσο τα Νἰκος, Γιάννης, Κώστας οπόταν εύκολα συνδέεται με ένα πρόσωπο.

Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία ενός διαφορετικού Ηλία από αυτούς που μας απασχολούν το τελευταίο διάστημα, του Ηλία Α. Η ιστορία του είναι αληθινή (στοιχεία στην διάθεση του LIFO.GR) και ζητώ από πριν συγνώμη για τυχόν μελοδραματισμούς αλλά είναι αρκετά άσχημο να τα σκέφτομαι πόσο μάλλον να τα γράφω.

Ο Ηλίας Α. έδωσε την ζωή του (ετών 33 και μισό αλλά στο κασελάκι έγραψαν 34 από λάθος) για να σώσει έναν υφιστάμενο του που ήταν σκουρόχρωμος και μουσουλμάνος. Για χρόνια νόμιζα πως αυτό δεν αφορούσε κανέναν άλλο εκτός από τους δικούς μου - στους καιρούς όμως που ζούμε θα άξιζε ίσως να ακουστεί.

Ο Ηλίας Α. γεννήθηκε σε ένα νησί των Κυκλάδων το 1947. Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και ξυλογλύπτης και η μητέρα του έπλεκε με το βελονάκι για την γειτονιά και το σπίτι. Και οι δυο γονείς του ήταν αγράμματοι, είχαν πολλά παιδιά, ο Ηλίας ήταν ο δεύτερος στην σειρά μετά από μια αδερφή παντρεμένη με ναυτικό στην Αθήνα, έμεναν σε ένα σπίτι πέτρινο που έβλεπε θάλασσα. Ο ξυλουργός πέθανε στα 40 κάτι χρόνια του από καρκίνο στα πνευμόνια, και ο Ηλίας πήγε να μείνει με την αδερφή του και μπάρκαρε στα 15 στο καράβι που δούλευε ο κουνιάδος του. Τελείωσε το Λύκειο με κόπο, πήγε στη σχολή εμποροπλοιάρχων και στα 26 είχε το δίπλωμα του πρώτου, ηλικία απίθανη ακόμα και τώρα, και έστελνε πάντα κάποια λεφτά στο νησί.

Εδώ φωτογραφίες από καράβι στην καταιγίδα, τα κύματα έχουν σκεπάσει το κατάστρωμα. και ο πατέρας μου έβγαζε φωτογραφίες. 

Παντρεύτηκε την μητέρα μου στα 27. Δεν υπήρχε σπίτι και την πήρε μαζί του στα καράβια, όταν γεννήθηκα εγώ ζούσαμε όλοι μαζί στο καράβι. Στα γκαζάδικα τότε αυτό επιτρεπόταν και υπήρχαν και άλλες οικογένειες. Θυμάμαι μερικά πράγματα από τότε - μια Χαλίμα σύζυγο άλλου ναυτικού που μου ἐβαζε στα μαλλιά ζουμί από φύλλα καρυδιάς για να γίνουν σκουροκόκκινα και κρεμυδόζουμο για να λάμπουν, έναν Μωχάμετ που με σήκωνε ψηλά και έλεγα πως θα τον παντρευτώ, σκυλιά, γέλια, φωνές σε άγνωστες γλώσσες και έναν ασπρόμαυρο σκύλο που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν πολλά διαφορετικού χρώματος καραβόσκυλα σε διαφορετικά καράβια.

Ζήσαμε και άσχημα - μια φορά κατεβήκαμε στις βάρκες διότι προέκυψε πρόβλημα στις μηχανές μεσοπέλαγα και η μαμά μου έλεγε για παραλίγο συγκρούσεις με επίδοξους πειρατές. Εγώ όμως δεν θυμάμαι τίποτα από αυτά - μόνο το καράβι και πως ήταν στενάχωρα στις καμπίνες. Τα έμαθα αυτά από τα ημερολόγια του πατέρα μου που διαβάζονται σαν ανάποδος Καββαδίας, και από διηγήσεις άλλων. Υπάρχει εκεί μέσα ότι υπάρχει και στον Καββαδία, περιπέτειες, λιμάνια και παράξενοι χαρακτήρες μόνο που αντί για υπέροχα και εξωτικά ακούγονται δύσκολα, βρώμικα, βαρετά ή επικίνδυνα, εντελώς απομυθοποιημένα και πολύ λιγότερο διασκεδαστικά.

Ο πατέρας μου δεν αγαπούσε την θάλασσα με αυτόν τον τρόπο, ήθελε να σπουδάσει ναυτιλιακά στο Λονδίνο και ήθελε να είναι σε γραφείο, ένας μακρινός ξάδερφος στον οποίο είχε δουλέψει έπιασε λεφτά και έγινε μικροεφοπλιστής και ο πατέρας μου θα δούλευε εκεί, τα πήγαιναν και καλά. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ, πάντα υπήρχαν άλλες ανάγκες, απέκτησε οικογένεια, έστελνε και στα μικρότερα αδέρφια και στην μητέρα του, αγόρασε ένα μεγάλο παλιό σπίτι και έβαλε γραμμάτια να το φτιάξει.

Την νύχτα του Πολυτεχνείου ήταν Ελλάδα και έμενε στης αδερφής του, ήθελε να κατέβει και εκείνη δεν τον άφησε, τον κλείδωσε στο δωμάτιο και κάρφωσε την πόρτα. Δεν πρόλαβε να ζήσει το Πασόκ στην εξουσία και την Ελλάδα της Αλλαγής έζησε μόνο τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.

Του άρεσε να μαζεύει πράγματα από τα ταξίδια του ένα από τα πρώτα αντικείμενα που έστειλε πίσω ήταν αυτό το παράξενο κέντημα από την Κίνα με τρία γατάκια να σκοτώνουν μια πεταλούδα, περίμενε έξω καπνίζοντας να το τελειώσει η γυναίκα που το έφτιαχνε. Πλέον και αυτό το κέντημα ανήκει σε έναν μυθικό κόσμο χαμένων ονείρων, στην Κίνα δεν υπάρχουν πια μικρά μαγαζιά όπου κεντήστρες - καλλιτέχνιδες πουλάνε τα έργα τους σε ναυτικούς, μόνο εργοστάσια όπου πρώην αγρότισσες φτιάχνουν αμφίβολης ποιότητας πράγματα για μαζική κατανάλωση. Ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει. Ο πατέρας μου δεν ήταν ιδιαίτερα γενναίος άνθρωπος με τον συμβατικό τρόπο - είχε λιποθυμήσει σε μια προβολή του Εξορκιστή και δεν καυγάδιζε ποτέ.

Το τελευταίο ήταν το μόνο ταξίδι που δεν πήγαμε μαζί εγώ και η μητέρα μου. Δεν εμπιστευόταν το καράβι, τα λεφτά ήταν καλά όμως. Κάπου κοντά σε ένα λιμάνι των ΗΠΑ παρουσιάστηκε διαρροή αερίων στο μηχανοστάσιο. Ο καπετάνιος δεν ενημερώθηκε παρά μόνο όταν ένας Βορειοαφρικανός ναύτης παγιδεύτηκε μέσα. Ο πατέρας μου κατέβηκε χωρίς μάσκα, μονάχα με ένα σκοινι. Έδεσε τον άνθρωπο που ήταν λιπόθυμος, είπε στους άλλους να τον ανεβάσουν και πέθανε μόνος κάτω από ασφυξία καθώς η μόνη δίοδος καθαρού αέρα είχε φραχτεί από το άλλο σώμα. Όταν τον έβγαλαν ήταν ήδη νεκρός και ο άλλος ναυτικός σε κώμα. Ο ένας πήγε στο νοσοκομείο ο άλλος έμεινε στο πλοίο στο ψυγείο διατηρημένος με φάρμακα.

Στην δίκη που έγινε η εταιρία αθωώθηκε καθώς και οι μηχανικοί, δεν ξέρω αν όντως ἐφταιγε κάποιος και δεν έχει σημασία πια. Μας έδωσαν μια αποζημίωση και ο δικηγόρος είπε πως πάλι καλά που η εταιρία ήταν ξένη αν ήταν ελληνική δεν θα παίρναμε τίποτα. Ο άντρας που σώθηκε δεν μπόρεσε λόγω υγείας να έρθει στην δίκη, αργότερα μάθαμε πως γλίτωσε, έτσι κι αλλιώς η κατάθεση του δεν θα βοηθούσε ιδιαίτερα καθώς ήταν λιπόθυμος όσο συνέβαιναν όλα αυτά. Η μητέρα μου δεν θέλησε ποτέ να τον βρει, δεν μάθαμε ποτέ αν ήξερε-αν δεν ήξερε, δεν ήθελε να του βάλει το βάρος του πατέρα μου, είναι τρομερό να ξέρεις πως κάποιος πέθανε για σένα. Ούτε εγώ τον έψαξα ποτέ. Εξάλλου αν μάθαινα πως δεν είναι καλός άνθρωπος θα λυπόμουν γιατί ο πατέρας μου θα είχε πάει άδικα. Εύχομαι να είναι καλά, να έχει παιδιά και εγγόνια και να μην ξέρει τίποτα.

Στην φωτογραφία είναι η βαλίτσα του πατέρα μου όπως μας ήρθε, μια Sampsonite γραφείου με τα προσωπικά του αντικείμενα, after shave, βερνίκι για παπούτσια, ξυραφάκια, την πίπα και τον καπνό του, τσατσάρα και μελάνι για σφραγίδα, αντικείμενα ευτελή και ανέγγιχτα για 30 κάτι χρόνια. Η αποζημίωση πήγε κυρίως στο σπίτι, όμως ζήσαμε για λίγο εκεί. Όταν έγινε η εκταφή το πτώμα λόγω των φαρμάκων δεν είχε λιώσει, μπήκαν νέα φάρμακα και αυτό θεωρήθηκε ιστορία τρόμου. Ήταν και άλλες οι εποχές, δεν ήταν cool να έχεις μπαμπά ήρωα αλλά επιτυχημένο με λεφτά και διασυνδέσεις. Επίσης στο κλίμα γενικής ευφορίας η ιστορία του νεκρού καπετάνιου χάλαγε την γενική ατμόσφαιρα. Έζησα ειδυλλιακά παιδικά χρόνια αλλά η ιστορία αυτή ήταν λόγος αμηχανίας αντί για περηφάνιας ακόμα και για την οικογένεια του. 'Τί δουλειά είχε να πάει να πεθάνει για έναν ξένο ενώ είχε γυναίκα και μικρό παιδί;' Πολλοί θεωρούσαν πως απλώς ήταν ανόητος - καμία ευθύνη δεν θα είχε αν άφηνε τον άλλο κάτω, δεν έφταιγε εκείνος για την διαρροή.

Ο εφοπλιστής ξάδερφος αυτοκτόνησε λίγο αργότερα και η εταιρία του χρεοκόπησε, εγώ και η μητέρα μου φύγαμε από το νησί κάποια χρόνια μετά. Το σοκ ήταν μεγάλο για όλους τους συγγενείς και πέρασαν χρόνια να συνέλθουμε, στην οικογένεια φροντίζουμε πάντα να υπάρχουν λουλούδια στο κασελάκι με τα κόκκαλα. Μιλάω στην μικρή για τον παππού της και την πάω στο νεκροταφείο όταν πάμε στο νησί.

Η γιαγιά μου κλείστηκε στο σπίτι στα μαύρα με το βελονάκι. Έμοιαζε λίγο με μάγισσα, κοντή, αδύνατη και είχε ξανθιά μακριά μαλλιά μέχρι που πέθανε, γαλάζια μάτια, που δεν κληρονόμησε κανένα εγγόνι ή δισέγγονο, και μια τεράστια γαμψή μύτη. Άρχισε να πλέκει δωρεάν και να μοιράζει τα πλεκτά της σε συγγενείς κοντινούς και μη, σεμεδάκια, κουρτίνες και τραπεζομάντηλα, ακόμα και πλεχτά για κούκλες- μόνο εγώ έχω δυο ντουλάπες. Μου έφτιαχνε μπουκέτα από δεμένες χρυσόμυγες τις οποίες μετά αφήναμε να πετάξουν να πάνε στον ουρανό να πουν στον μπαμπά τις ιστορίες της μέρας. Και η μαμά μου φόραγε μαύρα, και έπλεκε και κένταγε.

Μια φορά την εβδομάδα απλώναμε στο πάτωμα όλα τα αναμνηστικά που έφερε ο πατέρας μου. Έμοιαζαν λίγο με το εργαστήρι του Τζέημς Ένσορ - τα πιο πολλά ήταν ετερόκλητα και εξωτικά, αλλά τα πιο πολλά ηταν φτηνά, συνηθισμένα και τουριστικά. Σχεδόν τίποτα δεν ήταν ιδιαίτερα ακριβό και τότε όλοι αυτά έφερναν, τα έκανε ξεχωριστά η σφραγίδα του θανάτου αυτού που τα διάλεξε.

Πριν από μερικά χρόνια έραψα κάτι εμπριμέ υφάσματα από Αφρική και Ασια σε φορέματα και κάτι ξεχασμένα στην ντουλάπα δέρματα φιδιών τα παρήγγειλα σε γόβες και πέδιλα. Θυμάμαι να αλοίφω τα ξεραμένα πια δέρματα με λίπος από το ψητό πριν τα πάω στον παπουτσή με φωτογραφίες από περιοδικά για να μου τα κάνει, όπως είπε, ίδια με του Τζίμη του Τσού᾽᾽. Από αυτά τα πράγματα δεν έχουν απομείνει και πολλά σε καλή κατάσταση - τα βαλσαμωμένα ζώα πιάσαν ζωύφια και πετάχτηκαν, τα ελεφαντόδοντα κιτρίνισαν, τα γραμματόσημα πουλήθηκαν, ένα σωρό μπιμπελό έσπασαν σε μετακομίσεις, έχω χάσει καπέλα και παπούτσια από μεγάλες κούκλες των '70s.

Μένουν όμως ακόμα αρκετά αντικείμενα κλεισμένα μαζί με τα σεμεδάκια της γιαγιάς σε μπαούλα με καμφορά στην αποθήκη, και πολλές κάρτες από διαφορετικες χώρες μέσα σε κουρδιστά άλμπουμ φωτογραφίας με μουσική. Και αυτά που έφτιαξα είναι στην αποθήκη πού να τα βάλω; Ελπίζω η μικρή να φορά το ίδιο νούμερο παπούτσι να πάρει τις γόβες από πύθωνα και τα πέδιλα με τα τεράστια τακούνια.

Στον πατέρα μου άρεσε ο μοντελισμός και άφησε μισό ένα καράβι Σάντα Μαρία, αυτό στην φωτο, όλο λέω να βρω κάποιον να το φτιάξει και ας είναι από φτηνό πλαστικό. Στην Λατινική Αμερική όπου ζω το Σάντα Μαρία δεν είναι τόσο το σύμβολο μιας νέας ζωής αλλά σύμβολο θανάτου και τρόμου. Είναι το τέλος ενός κόσμου και η αρχή ενός ἀλλου. Εδώ που μένω το Σάντα Μαρία είναι κάτι αμφισβητούμενο, θα το ήθελα όμως ολοκληρωμένο να υπάρχει.

Η ιστορία του πατέρα μου έχει πια ξεχαστεί. Ήθελα όμως να γράψω αυτό, πως δηλαδή ενώ κάποιοι στην Ελλάδα θεωρούν τον Ηλία Κ. και τον Ηλία Π. αγωνιστές και γενναίους επειδή δέρνουν ξένους και γυναίκες και γκέι και αντιφρονούντες, πριν από 33 χρόνια, την χρονιά που γεννήθηκε ο Ηλίας Κασιδιάρης ένας άλλος Ηλίας έδωσε την ζωή του για να σώσει έναν ξένο όπως αυτούς που μισεί η Χρυσή Αυγή.


http://www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου