''Από παιδί παρακολουθούσα το αστυνομικό ρεπορτάζ. Τρόμαζα με τον Δημητροκάλη, γελούσα με τον Σεχίδη, εκστασιαζόμουν με τη 17Ν", γράφει στο blog που διατηρούσε ο φερόμενος ως δράστης της δολοφονίας του 53χρονου ταξιτζή στην Πάρο, Τάσος Θεοφίλου.
"Ενηλικιώθηκα με τη θορυβώδη απόδραση Πάσσαρη. Αργότερα έπιασα δουλειά σε ένα καφέ. ΄Ετσι ξεκίνησαν όλα. Έτσι μυήθηκα στο έγκλημα. Το αφεντικό χτυπούσε αποδείξεις ακόμα και για το τρίτο ποτό του πελάτη.
Το αντίθετο έλεγε είναι κλοπή! Το αφεντικό δε μου κολλούσε ένσημα γιατί δεν έβγαινε. Το αφεντικό δεν ένοιωθε κλέφτης ούτε με τα ίδια του τα κριτήρια. Βρήκα πιο ελκυστική, την λιγότερο υποκριτική, ηθική του Πάσσαρη. Ήμουνα νέος'', έγραφε μεταξύ άλλων στο κείμενο με τον τίτλο ''Καθημερινή ιστορία παραβατικής τρέλας'' με ημερομηνία 20 Ιουλίου 2012.
Μερικά ακόμα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
'' (...) Τα επόμενα βήματα τα έκανα μελετημένα. Έπιανα δουλειά σε καφέ, μπαρ ή εστιατόρια για καμιά εβδομάδα.
Όσο πιο κάτεργο, τόσο πιο ενθουσιωδώς. Η μισθωτή σκλαβιά έπαιρνε άλλη διάσταση. Γιατί στην πραγματικότητα υποδυόμουν τον μισθωτό σκλάβο χωρίς να είμαι. Στην πραγματικότητα ήμουν σε αναστολή. Έδινα ψεύτικα στοιχεία.
Παρακολουθούσα τις κινήσεις του ταμείου. Μάθαινα που μένει το αφεντικό και τον φέρμαρα στη διαδρομή για το σπίτι του.
Μεταμφιεσμένος και με την απειλή ενός πιστολιού ρέπλικα. Έπαιρνα την άλλη μέρα τηλέφωνο και έλεγα πως κάτι οικογενειακό συνέβη και δεν μπορώ να δουλέψω για κάποιον καιρό. Φυσικά φρόντιζα να έχω πληρωθεί από πριν.
Κάθομαι στον καναπέ και αναρωτιέμαι πόσο μπορεί να κρατήσει ακόμα. Μήπως να σταματήσω για κάποιον καιρό ή μήπως να επεκταθώ και σε άλλους κλάδους.
Χτυπάει το κουδούνι. Λέω ναι, μου λέει Αστυνομία ανοίξτε.
Κοκαλώνω. Δεν ανοίγω. Ντύνομαι και περιμένω. Έφτασε η στιγμή σκέφτομαι. Την έχω προβάλλει εκατομμύρια φορές στη φαντασία μου και όμως τώρα που μου συμβαίνει είναι εντελώς διαφορετικά. Πηγαίνω στο ματάκι της πόρτας να παρακολουθήσω την έφοδο των μπάτσων.
Παρακολουθώ από το ματάκι της πόρτας όση ώρα προσπαθώ να μαντέψω για ποια υπόθεση με ξεβούλωσαν. Υποψιάζομαι για όλες.
Σύμφωνα με το mondus operandi την έχω π.........ει. Κάνω πρόχειρους υπολογισμούς για το πόσα χρόνια θα κάτσω, για το ποιοι φίλοι θα μου λείψουν, αλλά και για το ποιους θα συναντήσω στο μακρινό ταξίδι που ξεκινάω στις ελληνικές φυλακές.
Περιμένω με αγωνία και τα γόνατα μου δε με κρατάνε εύκολα. Δεν είναι ακριβώς φόβος. Είναι δέος απέναντι στη μεγάλη μου στιγμή. Ρίχνω το βάρος μου στην πόρτα και προσπαθώ να μην ακούω την καρδιά μου που χτυπάει σαν μπάσο σε αμάξι κάγκουρα.
Βλέπω το ασανσέρ που έρχεται σαν κομήτης με την όπισθεν. Πρώτα το φως. Ανοίγει η πόρτα και οι μπάτσοι κάνουν έφοδο στο διπλανό διαμέρισμα. Τους μ.....ες σκέφτομαι. Λάθος κάνανε. Βρε λες να την κοπανίσω από τις σκάλες;
Προλαβαίνω. Φαντάσου φιάσκο. Κοιτάω με περιέργεια. Ακούω φωνές. Φωνές άγριες. Το έντερο μου παραλύει. Δεν πάω πουθενά. Ότι είναι να γίνει ας γίνει. Έκπληκτος βλέπω να κουβαλάν δεμένο πισθάγκωνα το γείτονα. Μια ανωμαλόφατσα. Και από πίσω έναν πιτσιρίκο μαθητή γυμνασίου. Και οι δύο με τα σώβρακα.
Ο γείτονας έχει λιπαρή άσπρη επιδερμίδα και μια κοιλάρα που ξεχειλίζει από το φανελάκι του. Σκέφτομαι : μωρή ανωμαλόπ........α έφηβους πηδάς, δεν μπορείς τουλάχιστον να φροντίσεις το κορμί σου ; Και ξεφυσάω ανακουφισμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου