Σε πεντακόσια δισεκατομμύρια ευρώ- για την ακρίβεια 510.033.165.000- ανέρχονται οι ανεξόφλητες οφειλές της Γερμανίας από τα κατοχικά δάνεια. Σε αυτό το ύψος υπολογίζει ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούκουνας το περιλάλητο ποσό, σύμφωνα με στοιχεία που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του «Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή» και υπότιτλο «η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερωδιός.
Σε μια ογκώδη μελέτη 556 σελίδων κάνει μια ιστορική επισκόπηση της αφαίμαξης του ελληνικού λαού από τις δυνάμεις κατοχής των Γερμανών Ναζί και των Ιταλών φασιστών, όταν υποχρέωσαν την Ελλάδα να τους δανείσει για να καλύψουν τα έξοδα συντήρησης των στρατευμάτων κατοχής!
Ο συγγραφέας, ο οποίος έχει μια προσφορά δεκαετιών στην ιστορική έρευνα αυτού του θέματος, λαμβάνοντας υπόψη στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδας- η οποία υποχρεώθηκε να υπογράψει τη συμφωνία της Ρώμης το 1942 - αναφέρει ότι η μεταπολεμική Ιταλία αναγνώρισε την οφειλή της και ύστερα από διαπραγματεύσεις με τις ελληνικές κυβερνήσεις για το ακριβές ποσό, το αποπλήρωσε. Εν αντιθέσει με την μεταπολεμική Γερμανία, η οποία δεν αναγνώρισε την οφειλή της, με αποτέλεσμα το ελληνικό κράτος να δικαιούται την είσπραξη του δανείου με τους επιπλέον τόκους που τρέχουν μέχρι και σήμερα. Η πραγματική αποτίμηση του γερμανικού χρέους -επισημαίνει ο ερευνητής- έφθασε ως την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των 100 δισ. ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Ο όρος περί άτοκης επιστροφής των δανείων ξεπεράστηκε όταν η δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946. Από τότε τα δάνεια είναι έντοκα και, άρα, το αρχικό κεφάλαιο των 100 δις , με ένα χαμηλό επιτόκιο 2,5% ανεβαίνει στο μεγάλο αυτό ποσό, που φθάνει και περισσεύει να ξεπληρώσει όλο το ελληνικό χρέος.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι πολλοί έλληνες οικονομολόγοι και μελετητές, ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες αριθμών, δίνουν άλλους αριθμούς , αλλά ουδείς από γερμανικής πλευράς μπορεί να αμφισβητήσει τα χρηματικά ποσά που έφευγαν κατά τα τακτά διαστήματα από τη Τράπεζα Ελλάδας προς τα ταμεία του Γ΄ Ραϊχ, οδηγώντας τον ελληνικό πληθυσμό στο θάνατο λόγω ασιτίας. Στο βιβλίο περιλαμβάνεται πολυσέλιδος αναλυτικός πίνακας με τις μηνιαίες καταβολές προς τις κυβερνήσεις Χίτλερ και Μουσολίνι, από το 1941 έως το 1944, υπολογιζόμενες σε δραχμές και σε χρυσές λίρες.
Επιπλέον, η νομική διεκδίκηση καθίσταται ισχυρή ,ειδικώς μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, αφού βάσει της σύμβασης που υπογράφτηκε μεταξύ του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας τον Μάρτιο του 1942 και τον Δεκέμβριο του 1942, η Γερμανία δεσμεύθηκε για τον χρόνο έναρξης επιστροφής των δανείων: την 1 Απριλίου 1943. Αλλά η εξόφληση της δόσης δεν έγινε ποτέ.
Το βιβλίο εξετάζει επίσης θέματα ταμπού, όπως είναι το ζήτημα των οικονομικών δοσίλογων. Επρόκειτο για επιχειρηματίες και τεχνικούς πάσης φύσεως οι οποίοι συνεργάσθηκαν εθελουσίως με τις δυνάμεις κατοχής για έργα υποδομής και οχυρώσεις των Ναζί στην Ελλάδα και οι οποίοι πληρωνόταν αδρά όχι από τους κατακτητές αλλά από το ελληνικό δημόσιο, πλουτίζοντας εις βάρος των πεινασμένων ελλήνων.
Η μεταπολεμική δικαιοσύνη τους επέβαλε όχι μόνο οικονομική ποινή αλλά και εκτοπισμό. Ο συγγραφέας παραθέτει τις πληρωμές σε εταιρίες και πρόσωπα με βάση τις εντολές πληρωμών προς την Εθνική Τράπεζα.
Ο τρόπος που θησαύρισαν από τη μαύρη αγορά επιχειρηματίες και μικροέμποροι αναπτύσσεται με πολλά παραστατικά στοιχεία που σοκάρουν τον αναγνώστη: Η αισχροκέρδεια ορισμένων ελλήνων εμπόρων είχε εξοργίσει ακόμη και αυτούς τους αδίστακτους κατακτητές, οι οποίοι χαρακτήρισαν την μαύρη αγορά «ιδιώνυμο» αδίκημα, στέλνοντας τους μαυραγορίτες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ένα άλλο θέμα που φωτίζεται είναι η χρησιμοποίηση ελλήνων εργατών στη Ναζιστική Γερμανία. Περίπου 2.000 εργάτες και εργάτριες έσπευσαν να δουλέψουν στη χώρα του Χίτλερ, ενώ 2.000 Έλληνες ακολούθησαν τα Γερμανικά στρατεύματα όταν αποχωρούσαν τον Οκτώβριο του 1944 από την Ελλάδα, για να βρεθούν στη Βιέννη και να συγκροτήσουν... εξόριστη Εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση.
Ένα βιβλίο με πικρές αλήθειες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου