Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

6 Απρ 2014

Διαπαιδαγώγηση παιδιών. Υπακοή ή σχέση;

Αμέτρητες είναι οι φορές που σκέφθηκα να γράψω κάτι για το τόσο σημαντικό αυτό θέμα και άλλες τόσες το ανέβαλα. Είναι τόσο ευρύ, πολύπλευρο και αμφιλεγόμενο που δεν ήμουν βέβαιος για τον τρόπο που θα έπρεπε να το προσεγγίσω ώστε, αντί απαντήσεων, δημιουργήσω ακόμα περισσότερα ερωτήματα και αμφιβολίες στον αναγνώστη. 


Όμως, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, δόθηκε η αφορμή ώστε να πάρω την απόφαση να γράψω, τελικά, κάτι. Η αφορμή αυτή δεν ήταν άλλη από τον εντυπωσιακό τίτλο ενός μυθιστορήματος που είδα στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου που ήταν: Μαμά, κι εγώ δεν σ΄αγαπώ. Αμέσως έσπευσα να το αγοράσω και, ήδη στη δεύτερη σελίδα του βιβλίου, διάβασα κάτι που με συγκλόνισε, παρόλο που το έχω αντιμετωπίσει στην πράξη μέσα από το δράμα εκατοντάδων παιδιών και ενηλίκων που στιγματίστηκαν από ανάλογες εμπειρίες. Γράφει, λοιπόν, η συγγραφέας: «Η μαμά μου ήταν δασκάλα. Από εκείνες που δεν γίνονται, γεννιούνται. Όχι για να γεννήσουν ανθρώπους, αλλά για να τους κάνουν ανθρώπους. Κατ΄εικόνα και ομοίωση. Αλλιώς, είναι άχρηστοι. Κακοί μαθητές. Κακά παιδιά…».

Είναι λίγο-πολύ γνωστό στον καθένα πως το θέμα της διαπαιδαγώγησης των παιδιών αποτελεί ναρκοθετημένη περιοχή, από τη στιγμή που ακόμα και οι πλέον καλοπροαίρετες απόψεις κάποιων μπορεί να εκληφθούν ως προκλητικές και εντελώς λανθασμένες, κατά την άποψη κάποιων άλλων ή το αντίστροφο. Αυτές οι διαφορετικές και συχνά αντιφατικές απόψεις -κυρίως μεταξύ των ειδικών αλλά και στο διαδίκτυο- για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών δημιουργούν σε πολλούς γονείς -αντί βεβαιότητας και ασφάλειας- σύγχυση και αβεβαιότητα για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσουν απέναντι στις διάφορες δυσκολίες και προκλήσεις της εξέλιξης των παιδιών τους.

Αυτό που συχνά διαπιστώνει κάποιος, διαβάζοντας διάφορες αναφορές και άρθρα σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση του παιδιού, είναι ο εστιασμός στην εκμάθηση διαφόρων «τεχνικών» αντιμετώπισης των όποιων δυσκολιών της διαπαιδαγώγησης και όχι σε μια βοήθεια προς το γονέα ώστε να κατανοήσει το πως ο ίδιος αισθάνεται κάθε φορά αλλά και να αφουγκράζεται, ταυτόχρονα, τα μηνύματα του παιδιού και του περίγυρού του. Αυτού του είδους οι «συνταγές» ενός υποτιθέμενου «ψυχικού τσελεμεντέ» μπορεί να δίνουν μια αίσθηση «ελέγχου» αλλά, όμως, μας απομακρύνουν από τη δυνατότητα να έρθουμε αντιμέτωποι και να κατανοήσουμε τα συναισθήματα, τους φόβους και τις ανασφάλειές μας που τόσο εύκολα κινητοποιούνται όταν γινόμαστε γονείς.

Η διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Όλοι μας, πριν γίνουμε γονείς, κάνουμε όνειρα και σκέψεις για το τι είδους γονείς θα θέλαμε να γίνουμε, θέλοντας, παράλληλα, να αποφύγουμε τα όποια λάθη των δικών μας γονιών. Το παράδοξο, αλλά και συχνά τραγικό, είναι πως, όταν έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη κατάσταση με το παιδί ή τον έφηβό μας, με έκπληξη διαπιστώνουμε -ΑΝ το διαπιστώσουμε- πως επαναλαμβάνουμε ακριβώς τα ίδια λάθη των δικών μας γονιών ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάνουμε ακριβώς το αντίθετο που στην ουσία είναι το ίδιο ρούχο φορεμένο ανάποδα…

Τι είδους διαπαιδαγώγηση επιθυμούμε και που θέλουμε να αποσκοπεί;
Πρώτα απ΄όλα, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εντός μας τι είδους διαπαιδαγώγηση θέλουμε και σε τι να αποσκοπεί. Θα μπορούσαμε να φαντασθούμε τους διάφορους τρόπους διαπαιδαγώγησης ως ένα συνεχές στη μία άκρη του οποίου βρίσκεται η αυταρχικού τύπου διαπαιδαγώγηση, στη δε άλλη άκρη η θεώρηση εκείνη που θεωρεί τη διαπαιδαγώγηση ως έναν συνεχή διάλογο ανάμεσα σε γονέα και παιδί.

Προσωπικά, πιστεύω πως η διαπαιδαγώγηση ενός παιδιού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται, πάνω απ΄όλα, από συναισθηματική εγγύτητα, σαφήνεια, ξεκάθαρα και προσαρμοσμένα στην ηλικία και στις ιδιαιτερότητες του παιδιού όρια, αλληλοσεβασμό, πηγαίο ενδιαφέρον, στήριξη και ενθάρρυνση. Παράλληλα, είναι σημαντικό να είμαστε πρόθυμοι κάθε φορά να ακούσουμε, να εξηγήσουμε και, αν χρειασθεί, να ζητήσουμε συγνώμη για τυχόν λάθη μας, όπως ακριβώς θα κάναμε -ελπίζω- με οποιοδήποτε άλλο ενήλικο άτομο τυχόν αδικούσαμε. Αυτό αποτελεί ένδειξη δύναμης, αυτοπεποίθησης, σεβασμού και δικαιοσύνης και όχι αδυναμίας, όπως αρκετοί γονείς πιστεύουν. Αν καταφέρουμε, μέσα από αυτά που κάνουμε και όχι μέσα από αυτά που λέμε, να γίνουμε ένα θετικό πρότυπο για το παιδί μας, τότε δεν θα χρειασθεί να ανησυχήσουμε ιδιαίτερα για το τι κάνει το παιδί μας, όταν βρίσκεται μακριά από την επίβλεψή μας. Μας κουβαλά εντός του και, αν αυτή η παρακαταθήκη που έχει ενσωματώσει είναι ξεκάθαρη και έχει γίνει αποδεκτή από το ίδιο το παιδί με έναν αβίαστο τρόπο, τότε δεν υπάρχει κάποιος λόγος ιδιαίτερης ανησυχίας.

Η βασική ιδέα της αυταρχικής διαπαιδαγώγησης είναι πως ο ενήλικας γνωρίζει πάντα καλύτερα και άρα δεν υπάρχει λόγος διαπραγμάτευσης με το παιδί. Το παιδί θα πρέπει να μάθει να υπακούει και να υποτάσσεται στην αυθεντία και στο μονοπώλιο αλήθειας των ενηλίκων. Αυτού του είδους η διαπαιδαγώγηση είναι στην ουσία η εκπαίδευση σκύλων μεταφερμένη σε παιδιά, που, σύμφωνα με την οποία, το τετράποδο θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποδεχθεί την εξουσία και τα θέλω του αφεντικού του και να συμμορφωθεί σε αυτά. Τα παιδιά δεν ξεχνούν. Κάθε τραυματική τους εμπειρία, εξευτελισμός, προσβολή, απαξίωση ή εξαναγκασμός καταγράφεται στον ψυχισμό τους και καθορίζει την αίσθηση που θα διαμορφώσουν για τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους, άσχετα αν δεν θυμούνται, ακόμα και στο ελάχιστο, πολλές από αυτές τις τόσο οδυνηρές εμπειρίες τους.

Από την άλλη, η διαπαιδαγώγηση που βασίζεται στο διάλογο ανάμεσα σε γονέα και παιδί αποβλέπει στη διαμόρφωση ατόμων που να μπορούν να λειτουργούν αυτόνομα, να έχουν αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση και να μπορούν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες του εαυτού και της ζωής τους. Αυτού του είδους η διαπαιδαγώγηση δημιουργεί προϋποθέσεις εξέλιξης τόσο για το παιδί όσο και για το γονιό που τους καθιστά συνοδοιπόρους ζωής. Η αίσθηση του παιδιού πως ό,τι και αν του συμβεί στη ζωή θα βρίσκει πάντα το γονιό δίπλα του ή μισό βήμα πίσω του, δίνει απίστευτη δύναμη και ασφάλεια, αποτελώντας ταυτόχρονα εφαλτήριο δημιουργικής εξέλιξης.

Στη βιβλιογραφία, αναφέρονται τέσσερις διαφορετικοί τύποι γονιών:
-Ο αυταρχικός που είναι αυστηρός όσον αφορά στη συμπεριφορά του απέναντι στο παιδί, χρησιμοποιεί την τιμωρία ως μέσο επιβολής του τρόπου διαπαιδαγώγησης που επιθυμεί και δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις προσπάθειες του παιδιού για επικοινωνία.
-Ο αποφασιστικός που βάζει σαφή όρια και φροντίζει ώστε το παιδί να τα ακολουθεί. Είναι πρόθυμος για διάλογο με το παιδί και να του εξηγήσει διεξοδικά τους λόγους που τέθηκαν αυτά τα όρια.
-Ο υποχωρητικός που ενδιαφέρεται και ασχολείται με το παιδί του χωρίς, όμως, να υπερασπίζεται ιδιαίτερα κάποια συγκεκριμένα όρια και συχνά ενδίδει στις πιέσεις του παιδιού για το τι του επιτρέπεται ή όχι να κάνει.
-Ο αδιάφορος που δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για συζήτηση με το παιδί του και να ακούει τι έχει αυτό να του πει, αλλά ούτε και να το καθοδηγήσει με συνέπεια ώστε να μάθει το τι είναι σωστό ή λάθος.

Φυσικά, τα όρια ανάμεσα στις τέσσερις αυτές κατηγορίες δεν είναι τόσο σαφή αλλά σκιαγραφούν, παρόλα αυτά, τις κυριότερες μορφές γονεϊκότητας. Πολλές είναι οι έρευνες που δείχνουν πως τα παιδιά των αποφασιστικών γονέων έχουν συνήθως περισσότερους φίλους και γενικώς τα καταφέρνουν καλύτερα στο σχολείο. Η βαρύτητα που δίνουν οι αποφασιστικοί γονείς στο διάλογο με το παιδί και η τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους τα θέτουν βοηθούν το παιδί να τα αποδεχθεί ευκολότερα, να τα ενσωματώσει και, τελικά, να τα ακολουθήσει, από τη στιγμή που νιώθει πως λαμβάνεται σοβαρά υπόψη τόσο το ίδιο όσο και η άποψή του.

Είναι απόλυτα φυσικό να υπάρχουν, ορισμένες φορές, διαφορές μεταξύ των γονιών σε κάποια θέματα που να αφορούν στον τρόπο διαχείρισης θεμάτων ή δυσκολιών της διαπαιδαγώγησης του παιδιού τους. Όταν οι διαφωνίες είναι συνεχείς και αγεφύρωτες τότε το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ο τρόπος διαπαιδαγώγησης του παιδιού αλλά η ίδια η σχέση των γονιών, τα προβλήματα της οποίας «καμουφλάρονται» πίσω από το χειρισμό του παιδιού.

Όταν υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των γονιών που να αφορούν στη διαπαιδαγώγησή του παιδιού, είναι σημαντικό να μην εκδηλώνονται μπροστά του γιατί μπορεί να του προκαλέσουν σύγχυση και ανασφάλεια, δίνοντάς του παράλληλα τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί κατά βούληση τα λεγόμενα των γονιών του ως άλλοθι, ανάλογα με την περίσταση, πυροδοτώντας, με τον τρόπο αυτό, ακόμα μεγαλύτερη ένταση μεταξύ των γονιών.

Εάν ένας γονιός διαφωνεί κάποια στιγμή με αυτό που κάνει ή λέει ο άλλος γονιός, τότε είναι προτιμότερο να κάνει υπομονή και όταν βρεθούν μόνοι τους να συζητήσουν τις όποιες ενστάσεις του για το συγκεκριμένο θέμα. Ποτέ μπροστά στο παιδί. Τα πράγματα γίνονται πολύ δυσκολότερα όταν οι γονείς δεν ζουν πλέον μαζί και ακολουθούν διαφορετική στάση και τρόπο αντιμετώπισης ίδιων καταστάσεων ή όταν υπάρχει νέος σύντροφος που έχει διαφορετικές απόψεις από τον γονέα που έχει αποχωρήσει από την οικογένεια. Στις περιπτώσεις αυτές, το παιδί επιβαρύνεται πολύ εξαιτίας της «συναισθηματικής νομιμοφροσύνης» που αισθάνεται απέναντι στους γονείς του και μη θέλοντας, ή φοβούμενο, να πληγώσει κάποιον από αυτούς. Μια τέτοιου είδους κατάσταση μπορεί εύκολα να δημιουργήσει ψυχικά προβλήματα στο παιδί και για το λόγο αυτό είναι καλό οι γονείς να συμβουλεύονται κάποιον επαγγελματία της ψυχικής υγείας.

Δεν είναι καθόλου δύσκολο να κάνουμε ένα παιδί να μας υπακούει. Μας έχει τόσο ανάγκη που δεν θα τολμήσει να αντισταθεί. Πολλοί είναι οι γονείς που χρησιμοποιούν ως «ακλόνητο» επιχείρημα υπέρ μιας αυταρχικού τύπου διαπαιδαγώγησης τη φράση: «Κι εμείς που φάγαμε ξύλο τι πάθαμε;». Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, πως πίσω από μια τέτοια άποψη κρύβεται συχνά ο φόβος, η θλίψη, η οργή και η απόγνωσή τους πως ίσως ποτέ δεν έγιναν αποδεκτοί και δεν αγαπήθηκαν από τον αυταρχικό γονιό τους για αυτό που πραγματικά ήταν. Διαμέσου της εξιδανίκευσης του βάναυσου τρόπου διαπαιδαγώγησής τους, τιθασεύουν, αφενός, όλα τα προαναφερθέντα επώδυνα αισθήματά τους, αφετέρου δε, αναπαράγουν το ίδιο μοντέλο διαπαιδαγώγησης που στηρίζεται στη χειραγώγηση και στο μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο του παιδιού τους, όταν γίνονται οι ίδιοι γονείς.
Η εμπειρία μου μού έχει δείξει πως οι περισσότεροι γονείς κατανοούν και αποδέχονται το ότι είναι σημαντικό να δείχνουν σεβασμό στα παιδιά τους, να συνδιαλέγονται μαζί τους και να ακούν αυτά που θέλουν να τους πουν. Όταν, όμως, συμβεί να αισθανθούν κάποια στιγμή ανασφάλεια, αβεβαιότητα και ανημπόρια, τότε το αδιέξοδο στο οποίο νιώθουν πως βρίσκονται τους οδηγεί στην επάνοδο σε έναν αυταρχικό τρόπο διαπαιδαγώγησης που λειτουργεί ως η «σωτήρια λύση» του Γόρδιου δεσμού, δηλαδή του «Πονάει χέρι, κόβει χέρι» ή του «Διατάζουμε και αποφασίζουμε»…

Και πάλι θα τονίσουμε τη σημασία του να λειτουργούμε από την αρχή ως γονείς με σαφήνεια, συνέπεια και αποφασιστικότητα. Αν τα καταφέρουμε, σπάνια θα χρειασθεί να παραβούμε τις αρχές του δημοκρατικού διαλόγου και της αμφίδρομης σχέσης με το παιδί μας. Δεν πρέπει να λησμονούμε, όμως, πως ο γονιός έχει πάντα το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης τήρησης όλων αυτών.

Η άσκηση εξουσίας, σε οποιαδήποτε σχέση, δεν εξυπηρετεί κανέναν άλλον πέρα από τις ανάγκες αυτού που την επιβάλει. Για το λόγο αυτό, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού θα πρέπει να αποσκοπεί στη δημιουργία μιας σχέσης και επικοινωνίας. Όταν υπάρχει στενή σχέση, αλληλοσεβασμός και αμοιβαία εμπιστοσύνη, τότε είναι πολύ ευκολότερο να γίνουν αποδεκτά τα όποια απαραίτητα όρια διευκολύνουν και προάγουν όχι μόνο τη σχέση αλλά και το ευ ζην και των δύο μερών.

Η προσαρμοστικότητα των παιδιών συχνά παραπλανά
Η εκπληκτική προσαρμοστικότητα των παιδιών και η ανάγκη τους για αγάπη τα οδηγεί συχνά να «ανέχονται» ακόμα και τις πιο βίαιες συμπεριφορές σε βάρος τους (φυσική, ψυχική ή σεξουαλική κακοποίηση), συνεχίζοντας ακόμα και τότε να πιστεύουν πως ο γονιός τους, παρόλ΄αυτά, τα αγαπά ή κάνει ό,τι κάνει για το «καλό τους». Μια τέτοιου είδους προσαρμοστικότητα, όμως, δεν σημαίνει και ψυχική ισορροπία. Πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να αντέξουν να λειτουργούν ως «προσαρμοσμένα» μέχρι την εφηβεία, αλλά και πολύ αργότερα -ίσως και για ολόκληρη τη ζωή τους- «ξεγελώντας» τόσο τους εαυτούς όσο και τους γονείς και το περιβάλλον τους πως νιώθουν καλά και πως είχαν καλούς γονείς. Εντός τους, όμως, βασιλεύει ένα τεράστιο υπαρξιακό κενό που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τα ρουφήξει σαν μαύρη τρύπα στα έγκατά της.

Επίλογος
Η ποιότητα της σχέσης αγάπης ανάμεσα σε γονέα και παιδί είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για το μέλλον όχι μόνο της σχέσης αυτής αλλά και για τις επιπτώσεις της στη ζωή και των δύο μερών. Όμως, η αναγκαία αυτή ποιότητα δεν αποκτάται απλά με τη βοήθεια κάποιας θαυματουργής συνταγής ή μεθόδου. Ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή είναι μακρύς, συχνά επίπονος, και περνά πάντα μέσα από τη συνειδητοποίηση και τη γνώση των ενηλίκων για τον εαυτό, τα όρια, τα συναισθήματα, τα «τρωτά» σημεία και τις ευαισθησίες τους, αλλά και τις πραγματικές ανάγκες των παιδιών τους.
Με έναν ανάλογο τρόπο, δεν χρειάζεται να πάμε σε κάποιο φροντιστήριο για να γίνουμε καλοί εραστές ή για να κάνουμε τη σύντροφό μας να νιώθει πως την αγαπάμε. Αρκεί να αφουγκραζόμαστε τις ανάγκες της, να ακούμε αυτά που θέλει να μας πει, να συζητάμε μαζί της, να σεβόμαστε τόσο την ίδια όσο και τον εαυτό μας και να μοιραζόμαστε μαζί της χρόνο, συναισθήματα και εμπειρίες. Το ίδιο ισχύει και για τη σχέση γονέα-παιδιού. Δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε φροντιστήριο για να γίνουμε καλοί γονείς. Το καταφέρνουμε αυθόρμητα όταν έχουμε γίνει αποδέκτες αγάπης και σεβασμού ως παιδιά και κάνουμε ό,τι θα κάναμε και με την αγαπημένη μας σύντροφο. Απλά, στη σχέση μας με το παιδί, έχουν ακόμα μεγαλύτερη σημασία ο τόνος της φωνής, η γλώσσα του σώματος, η έκφραση του προσώπου και γενικά η μη λεκτική επικοινωνία μαζί του.
Επειδή, όμως, υπάρχουν και γονείς που, για διάφορους λόγους, νιώθουν ανασφαλείς, πιεσμένοι, ματαιωμένοι και ανήμποροι, χρειάζεται να τους δοθεί από την πολιτεία η δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας για να ευαισθητοποιηθούν και να βοηθηθούν ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση, ασφάλεια, δυνατότητα οριοθέτησης κ.ά. Ο εστιασμός ενός επαγγελματία της ψυχικής υγείας αποκλειστικά στα «λάθη» του γονέα και στους τρόπους αντιμετώπισης των διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζει με το παιδί του μόνο αισθήματα ανεπάρκειας και ενοχών γεννά συχνά στο γονιό.
Θεωρώ, επίσης, πως η διαπαιδαγώγηση των παιδιών δεν αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των γονιών αλλά είναι και ευθύνη του κάθε ενήλικα ή επαγγελματία που έχει επαφή με παιδιά, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών και των λειτουργών της προσχολικής αγωγής. Όταν, όμως, κάποιος, από μια τέτοια θέση, δεν αντιμετωπίζει το οποιοδήποτε παιδί με την ανάλογη ευαισθησία, ενδιαφέρον και σεβασμό που θα έδειχνε και προς το δικό του παιδί σε μία ανάλογη κατάσταση, τότε ο ενήλικας αυτός είναι τουλάχιστον ανεπαρκής, αν όχι ακατάλληλος και άρα επικίνδυνος, για τη θέση που κατέχει.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε πως ο τρόπος που χειριζόμαστε τη ζωή και τις σχέσεις μας στηρίζεται στην αίσθησή μας κατά πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε τους άλλους. Η αίσθηση αυτή αρχίζει να γεννιέται και στη συνέχεια να γιγαντώνεται από το μέγεθος της συναισθηματικής προσβασιμότητας των δικών μας γονιών όταν ήμασταν παιδιά, και της αίσθησης που αυτοί κατάφεραν να μας εμφυσήσουν πως είμαστε σημαντικοί.
Με άλλα λόγια, πίσω από κάθε συμπεριφορά και επιλογή μας υπάρχουν ΠΑΝΤΑ ανάγκες και συναισθήματα που προσπαθούν να ακουσθούν, να ειδωθούν και να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους άλλους. Το πόσο επιτακτικές είναι οι ανάγκες αυτές ώστε να μας επιτρέπουν ή να μας στερούν τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε και να λαμβάνουμε υπόψη και τις ανάγκες των άλλων και όχι μόνο τις δικές μας εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ποιότητα της σχέσης μας με τους γονείς μας ως παιδιά.
Αντί, λοιπόν, του «Δείξε μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», σωστότερο θα ήταν να λέγαμε: «Δείξε μου το γονιό σου να σου πω ποιος είσαι»…


http://www.i-psyxologos.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου