Τρεμάμενος ανέβηκε στο όχημά του, στα μουλωχτά, μην τον δει κανένα μάτι και τον.... ματιάσει.
Παίρνοντας το μόνο δρόμο που ξέρει καλά, γιατί αυτόν ακολουθεί μια ζωή, έρποντας και γλείφοντας, ενίοτε και ως σφουγγοκωλάριος...
Οι δυνάμεις του όμως, καθώς τα χρόνια περνούν, τον εγκαταλείπουν, και το σκοτάδι - ο μέχρι πρότινος καλύτερός του φίλος, εκεί μέσα που έκανε όλες τις δουλειές του - πλέον ο χειρότερός του φόβος ...ότι στο τέλος θα τον καταπιεί...
Πάνω στον σκοροφαγωμένο θρόνο του, που έπλασε η φαντασία του πως κατέχει και του ανήκει, επιδίδεται σε αστείους εκβιασμούς και τραγελαφικές λασπολογίες, στις οποίες ο ίδιος πατάει και γλιστράει, όταν στις τελευταίες απελπισμένες προσπάθειές του, πασχίζει απο κάπου να κρατηθεί... αλλά και τα δεκανίκια του πια, ανίκανα είναι (όπως πάντα άλλωστε), να τον βαστήξουν.
Στο «ύστατο χαίρε» του – που έτσι κι αλλιώς από καιρό η ίδια η ζωή και η αλήθεια της, του έχουν πει – ας «δανειστεί» ό,τι θέλει, ας το παραποιήσει μ’ όλη του την καλλιτεχνία.
Άλλωστε, το μόνο που θα αφήσει πίσω του, είναι αυτό ακριβώς που πάντα κατείχε… το Τίποτα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου