Ελευθερία Γιαννέλου - Κατσίκα |
Ο εραστής της Αβύσσου
Χρήστος Φασούλας
Εκδόσεις
Σύγχρονοι Ορίζοντες
Η
πρώτη αμφισβήτηση ξεκίνησε από τον τίτλο, παρόλο που ήδη είχα διαβάσει το
«Σπίτι», οπότε ίσως ήμουν ήδη ευνοϊκά προδιατεθειμένη. Ωστόσο, πάντα φοβάσαι
μήπως το δεύτερο βιβλίο που διαβάζεις, του ίδιου συγγραφέα, σε απογοητεύσει,
μήπως η τέχνη του εξαντλήθηκε στο πρώτο...
Διάφορα “μήπως” που συχνά ταλανίζουν
τον αναγνώστη. Η πρώτη μου λοιπόν, σκέψη ήταν: «Αμάν με τους μεγαλόσχημους
τίτλους!! Έρωτες, άβυσσοι... Γιατί τόσο...εκκωφαντικό??»
Προσπάθησα να απαλλαγώ
από την αντιδραστικότητά μου, επιχειρώντας να..φιλοσοφήσω λιγάκι ακόμα κι αυτόν
το..κομπορρήμονα τίτλο. Κι έρχομαι σ εσάς, να μοιραστώ μαζί σας τις δεύτερες
σκέψεις μου. Περί τίτλου, αρχικά.
Ο
Εραστής. Ετυμολογική προέλευση από το ρήμα εράω-ω, ερώμαι,μέλλοντας
ερασθήσομαι(εξ ου και το ουσιαστικό εραστής), αόριστος ηράσθην (λήξις,τέλος,
άρα ίσως πια μπορώ να γράψω γι αυτό...)
Σημαίνει:
1. Είμαι ερωτευμένος (το τι σημαίνει τώρα ερωτευμένος προσδιορίστε το εσείς,
κατάβούληση)
2. επιθυμώσφόδρα (πώς αλλιώς??)
Και κάπου βρήκα και μια τρίτη σημασία, ένα ομώνυμο, για τηνακρίβεια (και
συγχωρέστε με γι αυτή τη σημασιοδότηση): ερώμαι = κάνω εμετό,αδειάζω,
εκκενούμαι. Βέβαια, ο Μπαμπινιώτης θεωρεί ότι το ρήμα είναι
αγνώστουετυμολογικής προελεύσεως, αλλά εμένα αυτή η τρίτη σημασία ..κάτι μου
έκανε..
Γιατί,
σίγουρα...όταν ερωτεύομαι εκκενούμαι. Εκκενούμαι από κάθε τι που δε βρίσκεται
σε άμεση - ήεστω έμμεση - συνάφεια προς το αντικείμενο του έρωτα μου.. Εκκενούμαι
από την κοινή λογική που με εγκαταλείπει αποχωρώντας θριαμβευτικά.
Γενικά...εκκενούμαι. Και ποθώ.
Κι
έτσι λύσαμε(?) το θέμα «Εραστής»...
Πάμε στην Άβυσσο.
Εδώ
ο Νίτσε έπαιξε το ρόλο του. Έλεγε: «Αν κοιτάξεις για πολλή ώρα την άβυσσο, και
άβυσσος θα κοιτάξει εσένα». Μάλλον είναι αμφίδρομη σχέση η καταστροφή... Έλεγε,
επίσης: « Ο άνθρωπος είναι σαν ένα σκοινί τεντωμένο μεταξύ κτήνους και
υπερανθρώπου - ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο». Ο
εραστής της αβύσσου, λοιπόν. Αυτός που ποθεί το χάος, που στέκεται στο χείλος
και θέλει να πέσει, αλλά κάτι τον εμποδίζει. Το βάθος είναι γοητευτικό, όμορφο,
ελκυστικό, θέλει να δει τι έχει μέσα, τον καλεί - μην το σκέφτεσαι, πήδα! -
αλλά κάτι τον κρατάει. Τι? Άλλοτε είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, άλλοτε
ο τρόμος..
Άλλωστε, ο «αβυσσολόγος» Νίτσε είπε κι ότι :«αν σου αρέσει η άβυσσος, πρέπει να
έχεις και φτερά»
Ο
εραστής της Αβύσσου πηδάει. Από το 12ο. Καιζει. Και πορεύεται. Και ίσως
χρησιμοποιεί και τα φτερά του. Και όλη αυτή τη..σχοινοβασία - ή την πτήση ή
την..πτώση - την παρακολουθεί ένα παιδί χαρισματικό, ο Χάρης. Ένας μικρός που
σκέφτεται σα μεγάλος, που αυτοσαρκάζεταισα μεγάλος, που μας δίνει την εικόνα
της ζωής μέσα από το πρίσμα του ανήλικου -ενήλικου, καθώς συνδυάζει την
παιδικότητα με την οξεία αντίληψη του ευφυούς ενηλίκου (και την κατ΄ ανάγκη
πικρία που φέρει αυτή εγγενώς), την αθωότητα με την κοινωνική σάτιρα, την
άγνοια για τον κόσμο των μεγάλων με την πλήρη αποκωδικοποίηση των ψυχοκινήτρων
τους και της σχέσης αιτίας - αιτιατού, σε κάθε επίπεδο.
Κοινώς,
ο μικρός χαρισματικός τύπος μας... «ξεμπροστιάζει». Είναι, στα αλήθεια,
παράξενη η αίσθηση να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα από την οπτική ενός μικρού
παιδιού, καθώς εκείνο σε επίπεδο συνείδησης αντιλαμβάνεται ελάχιστα, λόγω
γνωστικών περιορισμών, αλλά σε επίπεδο ενστίκτου και διαίσθησης αντιλαμβάνεται
κι αυτά που εμείς οι..μεγάλοι αδυνατούμε. Κι αυτή είναι μια αποκάλυψη. Για
όλους μας.
Πώς
θα μπορούσαμε να εισπράξουμε τα συναισθήματά μας, τις δράσεις και τις αντιδράσεις
μας, αν γνωρίζαμε λιγότερα αλλά αφήναμε ανοιχτό τον ψυχισμό μας να νιώσει
περισσότερα? Αν αφαιρούσαμε από τα μυαλά μας τις γνωσιακές προκαταλήψεις κι
επιτρέπαμε στους εαυτούς μας να είναι απροκατάληπτοι και ανοιχτοί στα
ερεθίσματα της ζωής?
Κι
όλα αυτά δε αποδίδονται μελοδραματικά, ούτε μέσα από βαριά φιλοσοφία. Μην
τρομάζετε, για μυθιστόρημα πρόκειται! Όλα αυτά από δίδονται μέσα από ένα
χιούμορ καυστικό, που προκαλεί μειδίαμα και ταυτόχρονα «κράτημα», που αποτελεί
ένα μικρό (έως και μεγάλο) χαστούκι από αυτά που διεγείρουν και εγείρουν...
Ένα μάθημα είναι όλο αυτό, για το πώς η οξύνοια μπορεί να μας βοηθήσει να
μετατραπούμε από ανδρείκελα, από κοντόφθαλμους οραματιστές, κατά τον Καρυωτάκη,
σε όντα ανοιχτά στη θέαση του ΟΛΟΥ. Ένα μάθημα για το πώς μπορούμε να
μεταπηδήσουμε από τη μερικότητα στην σφαιρικότητα, από την α-νοησία( δηλαδή την
έλλειψη νόησης και αντίληψης), στη νόηση, στη βαθύτερη αντίληψη και, τελικά
στην κατα -νόηση. Κι έτσι ίσως ξορκίσουμε αυτά που μας στοιχειώνουν- και μας
στοιχειώνουν γιατί βάζουμε στεγανά κι αποκοιμίζουμε την κρίση μας και τα
ένστικτά μας και τις ελευθερίες μας, ευνουχίζουμε τη διάνοιά μας, τα αισθήματά
μας, τη συν - αίσθησή μας, τον ερωτισμό μας..καταλήγοντας στο «πέρασα και δεν
ακούμπησα» από τη ζωή..
Ναι,
τέτοιες σκέψεις προκαλεί ο μικρός ιδιοφυής. Καθώς παρακολουθεί τον πατέρα του
καθηλωμένο σε αναπηρική πολυθρόνα μετά από πτώση από το 12ο όροφο, να παλεύει
με τους δαιμονές του υιοθετώντας ωστόσο μια θετική στάση ζωής. Καθώς προσπαθεί
να κατανοήσει γιατί η μητέρα του εγκατέλειψε τον άντρα της όσο ήταν υγιής και
τώρα δίπλα του προσπαθεί να τον επαναφέρει, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει, σε
επίπεδο ηθικό, ψυχολογικό, ερωτικό, πρακτικό, χωρίς ίχνος ενοχοποιημένου
ψυχισμού, αλλά από καθαρή επιλογή. Καθώς παρακολουθεί τη γιαγιά του να
συνομιλεί με το ταψί στην κουζίνα...
Κι
όλα αυτά αποδίδονται στο βιβλίο χωρίς μελοδραματική μεμψιμοιρία, χωρίς
νοσηρότητα, μέσα από μια..υγιή, θα έλεγα, αντιμετώπιση καταστάσεων που
εμπεριέχουν μεν ενός είδους τραγικότητα ως προς τα γεγονότα -πώς αλλιώς θα
στεκόταν άλλωστε η μυθοπλασία ?? - αλλά τη μεταφέρουν στη σφαίρα των εσωτερικών
δαιμόνων όλων μας, όποιοι κι αν είναι αυτοί, μικροί ή μεγάλοι, δυνατοί ή
ανίσχυροι, γελοίοι ή σοβαροί.
Εξάλλου,
η καθολίκευση του ατομικού βιώματος ώστε να μας αφορά όλους είναι αυτό που
διαχωρίζει τη λογοτεχνία από το προσωπικό ημερολόγιο, αυτός είναι ο στόχος,
αυτό μας καθαίρει, αυτό μας μυεί στο λογοτεχνικό έργο, αυτό σηματοδοτεί την
πνευματική ηδονή που μας προσφέρει ένα βιβλίο.
Εγώ
διάβασα το βιβλίο για τις ανάγκες της παρουσίασης. Όμως θα το ξαναδιαβάσω για
τις δικές μου ανάγκες, για τα δικά μου «γιατί» και «διότι», γι αυτή τη
ζητούμενη πνευματική ηδονή κι ανάταση, γι αυτή την πολυπόθητη ευρύνοια, που
λίγα βιβλία μπορούν πλέον να προσφέρουν, μέσα στον κυκεώνα της σύγχρονης
λογοτεχνικής υπερπαραγωγής. Αυτό ήταν για μένα «Ο εραστής της αβύσσου». Απλώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου