*του Στάθη Ν. Καλύβα
Οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές επανέφεραν
στην επικαιρότητα μια τεκτονική πολιτική αλλαγή που συντελείται την τελευταία
εικοσαετία: πρόκειται για τη βαθμιαία υποκατάσταση της Αριστεράς από την
Ακροδεξιά ως κατεξοχήν φορέα της λαϊκής δυσαρέσκειας και διαμαρτυρίας.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η
άνοδος της Αριστεράς στα τέλη του 19ου αιώνα υπήρξε πολιτική συνέπεια της
βιομηχανικής επανάστασης. Τα σοσιαλιστικά κόμματα εξέφρασαν το διπλό αίτημα της
πολιτικής ενσωμάτωσης και της οικονομικής αναβάθμισης της εργατικής τάξης. Και
οι δύο αυτοί στόχοι πραγματοποιήθηκαν μέσω της μεγάλης σοσιαλδημοκρατικής
στροφής που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και έλαβε την ολοκληρωμένη της
μορφή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: η Αριστερά εγκατάλειψε την επανάσταση και
αγκάλιασε τον καπιταλισμό, επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την μεταρρύθμισή
του. Αντίστοιχα αιτήματα εξέφρασαν την ίδια εποχή και τα χριστιανοδημοκρατικά
κόμματα, στο όνομα των Καθολικών εργατών. Ετσι προέκυψε το ευρωπαϊκό κοινωνικό
κράτος, μια σπουδαία κατάκτηση της ανθρωπότητας. Η εργατική τάξη μετεξελίχθηκε
σε μεσαία τάξη και τα σοσιαλιστικά κόμματα έγιναν κεντροαριστερά κόμματα
εξουσίας. Ας συγκρατήσουμε εδώ πως η σοσιαλδημοκρατία δεν αποτέλεσε ιστορικά
μιαν απλή αποδοχή του καπιταλισμού, αλλά κάτι παραπάνω: την ενίσχυσή του. Και
αυτό γιατί η Αριστερά διαπίστωσε πως μόνο μια ισχυρή καπιταλιστική οικονομία
μπορούσε να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος.
Το τέλος της δεκαετίας ’80 σηματοδοτεί δύο
μεγάλες στροφές. Η πρώτη είναι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση της
Σοβιετικής Ένωσης, με την οποία κλείνει και τυπικά μια ιστορική παρένθεση: η
ταύτιση της επανάστασης με την Αριστερά. Ας μην ξεχνάμε πως στην πορεία της
ανθρώπινης ιστορίας, η επανάσταση ταυτίστηκε με πολυποίκιλα πολιτικά οράματα,
όπως π.χ. με θρησκευτικές ιδεολογίες, από τον Λούθηρο ως τον Σαΐντ Κουτμπ. Η
δεύτερη στροφή είναι η παγκοσμιοποίηση, που περιλαμβάνει μια σειρά μεταβολών,
από την αυξανόμενη διεθνοποίηση των εμπορικών ροών, την ενίσχυση των
χρηματιστηριακών αγορών και την ορμητική είσοδο της Ασίας στον καπιταλιστικό
κόσμο. Οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης υπήρξαν συνολικά θετικές γιατί
συνέβαλαν στην αύξηση και τη διασπορά του παγκόσμιου πλούτου. Όπως όμως και η
βιομηχανική επανάσταση, έτσι και η παγκοσμιοποίηση θέτει την ανθρωπότητα
ενώπιον μεγάλων προκλήσεων. Καθώς αλλάζει η μορφή της οικονομίας και αυξάνεται
ο ανταγωνισμός, κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν. Συγχρόνως δημιουργούνται
αναντιστοιχίες ανάμεσα σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη οικονομία και ένα στάσιμο
πολιτικό σύστημα. Η Ευρώπη (και η Δύση γενικότερα) θα αναγκαστούν να
προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα αν επιθυμούν να διατηρήσουν το αξιοζήλευτο
επίπεδο διαβίωσης που έχουν κατακτήσει.
Όπως είναι φυσικό, οι εξελίξεις αυτές
συνέβαλαν στο διαζύγιο της Αριστεράς με την εξωσυστημική διαμαρτυρία, πράγμα
που ενέτεινε και η προϊούσα ταύτισή της με προνομιούχα, αλλά μειοψηφικά,
προστατευμένα κοινωνικά στρώματα. Η διαμαρτυρία αυτή εκπροσωπείται πλέον από
την Ακροδεξιά, είτε με βούλα είτε χωρίς, όπως στην περίπτωση του Μπέπε Γκρίλο
στην Ιταλία. Και εδώ, η Ελλάδα αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση μέσα στην Ευρώπη.
Αυτό οφείλεται στον λαϊκιστικό και μικροαστικό χαρακτήρα της ελληνικής
Κεντροαριστεράς και στην αντίστοιχη ιστορική απουσία μιας σοσιαλδημοκρατικής
εκδοχής της, με την εργατική τάξη ως κοινωνική της βάση. Η εξαίρεση αυτή είναι
όμως μερική και πιθανότατα προσωρινή.
Η συστημική μετεξέλιξη της ευρωπαϊκής
Αριστεράς άφησε πίσω της ένα πολιτικό κενό που αδυνατεί να καλύψει η ίδια. Όπως
όμως και η φύση, έτσι και η πολιτική απεχθάνεται το κενό και κάποιος θα βρεθεί
να το καλύψει. Σίγουρα, αυτός ο κάποιος δεν είναι η «κινηματική» Αριστερά που
αποτελεί μια κοινωνικά ελιτίστικη έκφραση «σαλονάτων» διανοούμενων και
κακομαθημένων νέων με ελάχιστη απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η
αναπόφευκτη και φυσιολογική αποβιομηχάνιση των ευρωπαϊκών οικονομιών και η
αντίστοιχη εξαφάνιση της εργατικής τάξης που μετακόμισε στα μεσαία στρώματα,
μεταμόρφωσε τις ευρωπαϊκές μάζες. Η διαδικασία αυτή, που περιγράφεται συχνά ως
«μικροαστικοποίηση», συνετέλεσε ώστε να γίνουν ιδιαίτερα δεκτικές σε έναν
πολιτικό λόγο που χαρακτηρίζεται από έντονο ατομικισμό, ξενοφοβία, αντιελιτισμό
και αντικοινοβουλευτισμό. Αντίθετα από τη βιομηχανική εργατική τάξη της
μεταπολεμικής Ευρώπης που αποζητούσε την κοινωνική της ανέλιξη, οι σημερινοί
μικροαστοί αγωνιούν για την κοινωνική τους πτώση. Ο πυρήνας της ιδεολογίας τους
είναι επομένως κατεξοχήν αμυντικός και αντιδραστικός γιατί απορρίπτει τις ραγδαίες
αλλαγές και ποθεί την επιστροφή σε ένα αδύνατο παρελθόν που έπαψε να υπάρχει.
Πρόκειται για την ιδεολογική ουσία του φασισμού, άσχετα αν χρησιμοποιεί
διαφορετικές ταμπέλες.
Ο εκκολαπτόμενος αυτός φασισμός θα
αποδειχθεί θνησιγενής όταν η Ευρώπη ξεπεράσει τη σημερινή της κρίση. Η
ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μονόδρομος για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής
οικονομίας. Οσο για το δημοκρατικό σύστημα, θα απαιτηθεί η αναβάθμισή του ώστε
να έρθει σε αντιστοιχία τόσο με τη μειωμένη κυριαρχία των κρατών, όσο και με
τις ραγδαίες κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές που ήδη συντελούνται. Η
προσαρμογή μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, αλλά σε καμία περίπτωση δεν
μπορούμε να αγνοούμε στρουθοκαμηλικά τις αλλαγές αυτές στο όνομα κενών και
ψευδεπίγραφων συνθημάτων περί «αντίστασης στις νέες συνθήκες που επιβάλλει το
χρηματοπιστωτικό σύστημα» κ.λπ. Κάτι τέτοιο θα άνοιγε απλά τον δρόμο στην
επέλαση του φασισμού.
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής
Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.
http://news.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου