Σε περιόδους
έντονων και ευρέων κοινωνικών ανακατατάξεων, εκτός από το εισόδημα, χάνεται
και η κριτική ικανότητα των πολιτών λόγω του δίκαιου θυμού, της αγανάκτησης,
της τιμωρητικής επιθυμίας. Έτσι η ταλαιπωρία της κοινωνίας εκφράζεται και στο
πολιτικό μας σύστημα. Στο Κοινοβούλιο έχουν διαταραχτεί οι ισορροπίες
πολλαπλώς κι όχι επιλεκτικά, όπως λέγουν εθελοτυφλώντας κάποιοι έγκριτοι
αναλυτές.
Κανείς σε αυτές τις δύσκολες μέρες δεν θέλει να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια. Όλοι προτιμούν τον ανώδυνο καταγγελτικό λόγο, τον λόγο του αγανακτισμένου, τον λόγο που πυροβολεί στα τυφλά και όχι στοχευμένα. Ο ρόλος του θύματος και του αδικημένου λαϊκού ήρωα είναι υπερβολικά προσφιλής και τον διεκδικούν όλοι. Η δραματοποίηση αποτελεί εθνικό σύνδρομο, πόσο μάλλον όταν η καθημερινότητά μας βρίθει από πραγματικές πλέον αφορμές. Ωστόσο, ευελπιστούμε να είναι παροδική η εικόνα που παρουσιάζει τόσο η κοινωνία όσο και το Κοινοβούλιο.
Η περιπέτεια του χρηματιστήριου που έζησε πρόσφατα η ελληνική κοινωνία είναι άκρως διδακτική. Όταν το χρηματιστήριο ανέβαινε, όλοι οι Έλληνες, δίχως καμιά νομοθετική πράξη, αλλά με μόνη κινητήρια δύναμη την ελεύθερη βούλησή τους, τζόγαραν ανηλεώς ως και τη μάνα που τους γέννησε, δίχως να λογαριάζουν τις συνέπειες αυτού του (εξ ουρανού) εύκολου τρόπου πλουτισμού. Μέσα σε κείνο τον παροξυσμό, ποιος αλήθεια τολμούσε να επισημάνει τους κινδύνους που ενείχε το χρηματιστήριο; Τότε δεν έπαιξε κι ο κάθε πικραμένος στο χρηματιστήριο; Και τότε δεν επιστρατεύτηκαν ορδές ειδικών για να προβλέπουν στις πόσες μονάδες θα φτάσει ο περίφημος δείκτης; Τότε δεν ήταν που ο κάθε Έλληνας ήξερε και από μια ντουζίνα «γερά χαρτιά»; Τότε δεν ήταν όλοι πληροφορημένοι και σίγουροι; Τότε δεν ήταν που – από τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως και τον Μητσάρα τον κλεφτοκοτά – δήλωναν όλοι την ακλόνητη πίστη τους στο ελληνικό οικονομικό θαύμα;
Τότε δεν δοκίμασαν όλοι να τζογάρουν σε μια ζωή που κόβει αβέρτα και απρόσκοπτα μονέδα; Τότε δεν ήταν που με μια εντολή γινόμασταν όλοι πολυεκατομμυριούχοι; Όλοι δεν πίστευαν πως αυτή η μακάρια ζωή θα συνεχιστεί επ’ άπειρον, γιατί αυτό αποτελούσε ένα ακόμα αναφαίρετο δικαίωμά μας;
Οι ουρανοί έβρεχαν χρήματα «ραϊτθρού» – και ποιος καθόταν να σκοτίσει το μυαλό του… Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κυρίαρχη άποψη για το ζήτημα. Ζούσαν μέσα στον στρόβιλο του ονείρου και δεν αφήναν το περιθώριο σε κανέναν να τους ξυπνήσει. Όποιος το τολμούσε, το πλήρωνε ακριβά.
Η τωρινή επώδυνη πραγματικότητα αποτελεί την αντίθετη όψη του χρηματιστηρίου. Ο κοινός παρονομαστής είναι η άρνησή μας και η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα και το μέγεθος των ευθυνών που μας αφορούν ως κοινωνία. Πότε άρχισαν οι γκρίνιες; Όταν άρχισαν να χάνονται όχι μόνο τα κερδισμένα, αλλά και τα αρχικά κεφάλαια.
Μήπως έτσι δεν ήταν τα περισσότερα χρόνια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα; Μια υπερπαραγωγή «δικαιωμάτων», ένα παραλήρημα παροχών, ένα ξεσάλωμα του δημόσιου τομέα που έμοιαζε με παιδική χαρά και όλη η χώρα σε καθημερινή βάση κατήγγελλε την ασυδοσία, το χάος, την αυθαιρεσία και τη διαφθορά που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν δημιουργήσει έναν υπάλληλο τραμπούκο, τέρας αναισθησίας, έναν αχαλίνωτο συνδικαλιστή. Αυτά σε καθημερινή βάση τα κατήγγελλε σε ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ Ο ΛΑΟΣ! Σήμερα, όλως παραδόξως, η μνήμη δεν είναι στη μόδα. Κανείς δεν θυμάται τίποτα, λες και δεν υπήρξε ποτέ η κολοσσιαία ρουσφετολογία, η κομματοκρατία, η αχαλίνωτη φαυλοκρατία, το κράτος ασυστόλων, το καθεστώς της ασυδοσίας και της κλεπτοκρατίας. Από αυτά, κανείς δεν θυμάται σήμερα τίποτα.
Ξαφνικά, σε όλες τις υπηρεσίες ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν ελλείψεις, οι υπάλληλοι δεν είναι υπεράριθμοι, δεν είναι αναποτελεσματικοί, δεν είναι διεφθαρμένοι, δεν υπάρχουν φακελάκια, δεν υπάρχουν λαδώματα, δεν υπάρχουν γρηγορόσημα.
Από την άλλη, για μια ακόμα φορά, γίνεται εμπορία του χάους, της ανεργίας, των απολύσεων (δίκαιες ή άδικες, κανείς δεν χαίρεται), και - τελικά -, μια αντιαισθητική μονοπώληση των δωρεάν ευαισθησιών. Κανείς δεν αναλαμβάνει ωστόσο το κόστος να πει και να υπερασπιστεί την επώδυνη αλήθεια, όπως και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.
Κανείς σε αυτές τις δύσκολες μέρες δεν θέλει να αντικρίσει κατάματα την αλήθεια. Όλοι προτιμούν τον ανώδυνο καταγγελτικό λόγο, τον λόγο του αγανακτισμένου, τον λόγο που πυροβολεί στα τυφλά και όχι στοχευμένα. Ο ρόλος του θύματος και του αδικημένου λαϊκού ήρωα είναι υπερβολικά προσφιλής και τον διεκδικούν όλοι. Η δραματοποίηση αποτελεί εθνικό σύνδρομο, πόσο μάλλον όταν η καθημερινότητά μας βρίθει από πραγματικές πλέον αφορμές. Ωστόσο, ευελπιστούμε να είναι παροδική η εικόνα που παρουσιάζει τόσο η κοινωνία όσο και το Κοινοβούλιο.
Η περιπέτεια του χρηματιστήριου που έζησε πρόσφατα η ελληνική κοινωνία είναι άκρως διδακτική. Όταν το χρηματιστήριο ανέβαινε, όλοι οι Έλληνες, δίχως καμιά νομοθετική πράξη, αλλά με μόνη κινητήρια δύναμη την ελεύθερη βούλησή τους, τζόγαραν ανηλεώς ως και τη μάνα που τους γέννησε, δίχως να λογαριάζουν τις συνέπειες αυτού του (εξ ουρανού) εύκολου τρόπου πλουτισμού. Μέσα σε κείνο τον παροξυσμό, ποιος αλήθεια τολμούσε να επισημάνει τους κινδύνους που ενείχε το χρηματιστήριο; Τότε δεν έπαιξε κι ο κάθε πικραμένος στο χρηματιστήριο; Και τότε δεν επιστρατεύτηκαν ορδές ειδικών για να προβλέπουν στις πόσες μονάδες θα φτάσει ο περίφημος δείκτης; Τότε δεν ήταν που ο κάθε Έλληνας ήξερε και από μια ντουζίνα «γερά χαρτιά»; Τότε δεν ήταν όλοι πληροφορημένοι και σίγουροι; Τότε δεν ήταν που – από τον πρόεδρο των ΗΠΑ ως και τον Μητσάρα τον κλεφτοκοτά – δήλωναν όλοι την ακλόνητη πίστη τους στο ελληνικό οικονομικό θαύμα;
Τότε δεν δοκίμασαν όλοι να τζογάρουν σε μια ζωή που κόβει αβέρτα και απρόσκοπτα μονέδα; Τότε δεν ήταν που με μια εντολή γινόμασταν όλοι πολυεκατομμυριούχοι; Όλοι δεν πίστευαν πως αυτή η μακάρια ζωή θα συνεχιστεί επ’ άπειρον, γιατί αυτό αποτελούσε ένα ακόμα αναφαίρετο δικαίωμά μας;
Οι ουρανοί έβρεχαν χρήματα «ραϊτθρού» – και ποιος καθόταν να σκοτίσει το μυαλό του… Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές η κυρίαρχη άποψη για το ζήτημα. Ζούσαν μέσα στον στρόβιλο του ονείρου και δεν αφήναν το περιθώριο σε κανέναν να τους ξυπνήσει. Όποιος το τολμούσε, το πλήρωνε ακριβά.
Η τωρινή επώδυνη πραγματικότητα αποτελεί την αντίθετη όψη του χρηματιστηρίου. Ο κοινός παρονομαστής είναι η άρνησή μας και η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα και το μέγεθος των ευθυνών που μας αφορούν ως κοινωνία. Πότε άρχισαν οι γκρίνιες; Όταν άρχισαν να χάνονται όχι μόνο τα κερδισμένα, αλλά και τα αρχικά κεφάλαια.
Μήπως έτσι δεν ήταν τα περισσότερα χρόνια της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα; Μια υπερπαραγωγή «δικαιωμάτων», ένα παραλήρημα παροχών, ένα ξεσάλωμα του δημόσιου τομέα που έμοιαζε με παιδική χαρά και όλη η χώρα σε καθημερινή βάση κατήγγελλε την ασυδοσία, το χάος, την αυθαιρεσία και τη διαφθορά που επικρατούσε στις δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν δημιουργήσει έναν υπάλληλο τραμπούκο, τέρας αναισθησίας, έναν αχαλίνωτο συνδικαλιστή. Αυτά σε καθημερινή βάση τα κατήγγελλε σε ΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ Ο ΛΑΟΣ! Σήμερα, όλως παραδόξως, η μνήμη δεν είναι στη μόδα. Κανείς δεν θυμάται τίποτα, λες και δεν υπήρξε ποτέ η κολοσσιαία ρουσφετολογία, η κομματοκρατία, η αχαλίνωτη φαυλοκρατία, το κράτος ασυστόλων, το καθεστώς της ασυδοσίας και της κλεπτοκρατίας. Από αυτά, κανείς δεν θυμάται σήμερα τίποτα.
Ξαφνικά, σε όλες τις υπηρεσίες ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν ελλείψεις, οι υπάλληλοι δεν είναι υπεράριθμοι, δεν είναι αναποτελεσματικοί, δεν είναι διεφθαρμένοι, δεν υπάρχουν φακελάκια, δεν υπάρχουν λαδώματα, δεν υπάρχουν γρηγορόσημα.
Από την άλλη, για μια ακόμα φορά, γίνεται εμπορία του χάους, της ανεργίας, των απολύσεων (δίκαιες ή άδικες, κανείς δεν χαίρεται), και - τελικά -, μια αντιαισθητική μονοπώληση των δωρεάν ευαισθησιών. Κανείς δεν αναλαμβάνει ωστόσο το κόστος να πει και να υπερασπιστεί την επώδυνη αλήθεια, όπως και κανείς δεν δείχνει διατεθειμένος να την ακούσει.
http://topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου