Πώς
μετριέται η ευτυχία; Οι έρευνες που κατά καιρούς διεξάγονται έχουν ελάχιστα
στοιχεία αιφνιδιασμού. Όπως αυτή που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα (στο γερμανικό
οικονομικό περιοδικό Wirtschaftswoche) και εμφανίζει τους Δανούς στην κορυφή
και τους Έλληνες στη βάση της λίστας. Το αντίστροφο θα ήταν πράγματι μια
δυσερμήνευτη ανατροπή.
Οι
ερευνητές επισημαίνουν ότι «το χάσμα μεταξύ των Ευρωπαίων διευρύνεται σε ό,τι
αφορά την ευτυχία». Ποτέ, όπως τονίζουν, από το 2002 που πραγματοποιήθηκε η
πρώτη μελέτη, η διαφορά μεταξύ των χωρών της Ευρώπης δεν υπήρξε μεγαλύτερη.
Στην έρευνα συμμετέχουν κάθε χρόνο 3.000 Ευρωπαίοι. Το 2007 η Ελλάδα είχε
βαθμολογηθεί με 5,7 μονάδες, ενώ σήμερα περιορίζεται στις 3,4.
Και
η ατελέστερη σύγκριση πάλι τους Δανούς θα προέβαλλε ως πρότυπο. Οχι μόνο γιατί
ζουν σε μια χώρα οργανωμένη με υποδειγματικό κοινωνικό κράτος, αλλά και γιατί,
παρά το γεγονός ότι διαθέτει έναν έναν από τους υψηλότερους φορολογικούς
συντελεστές στον κόσμο, ο οποίος φθάνει στο 56,6% σε εισοδήματα άνω των 70.000
ευρώ, η αναζήτηση «φορολογικών παραδείσων» δεν φαίνεται να είναι δημοφιλής
ανάμεσα στους ευκατάστατους Δανούς. Ως αντάλλαγμα για τους υψηλούς φόρους που
πληρώνουν, οι κάτοικοι προστατεύονται από δίχτυ ασφαλείας το οποίο περιλαμβάνει
δωρεάν υγεία, παιδεία και επιδόματα. Για παράδειγμα –διαβάζουμε– οι γονείς,
ανεξαρτήτως εισοδήματος, εισπράττουν κάθε τρίμηνο ενισχύσεις προκειμένου να
καλύψουν το κόστος της ανατροφής των παιδιών τους, ενώ οι ηλικιωμένοι
δικαιούνται δωρεάν βοηθό στο σπίτι αν έχουν ανάγκη. Οι φοιτητές εισπράττουν
μηνιαία ενίσχυση επί έξι χρόνια προκειμένου να ολοκληρώσουν πενταετείς δωρεάν
σπουδές...
Η
Δανία –επιπλέον– διατήρησε το κοινωνικό της μοντέλο παρά την κρίση υπερχρέωσης
της δεκαετίας του ’80, η οποία έμοιαζε, τηρουμένων των αναλογιών, με την κρίση
που βιώνει σήμερα ο ευρωπαϊκός Νότος.
Είναι
εύκολο, εκτονωτικό και εν τέλει αδιάφορο να συνεχίσουμε το συγκριτικό αυτό
παιχνίδι ανάμεσα στις δύο χώρες. Εξάλλου, ήταν ανέκαθεν μια δημοφιλής ελληνική
συζήτηση ανάμεσα στις παρέες, μετά την επιστροφή στα πάτρια από ταξίδι στο
εξωτερικό. Ο θαυμασμός ανάμεικτος με θυμωμένο παράπονο για τον πολιτισμό της «δικής
τους» (των Ευρωπαίων εν γένει) καθημερινότητας, σε σύγκριση με τη «δική μας»
οπισθοδρόμηση, δήλωνε με κάθε τρόπο ότι απέχουμε πολύ από το, μεταγενέστερο,
παπανδρεϊκό όνειρο να γίνουμε η «Δανία του Νότου».
Όμως,
το ερώτημα που ανακύπτει είναι: Πότε ακριβώς υπήρξαμε «ευτυχισμένοι»; Αν
αποδώσουμε στην κρίση τη σημερινή κακή θέση μας στη λίστα, πώς εξηγείται το
γεγονός ότι και την εποχή της δανεικής ευμάρειας ξεχειλίζαμε από δυσθυμία,
επιθετικότητα, γκρίνια, ενόχληση, διαρκές ανικανοποίητο, κατάθλιψη; Είμαστε
μήπως τότε (προ κρίσης) περισσότερο ανεκτικοί ή ευτυχισμένοι; Προσβλέπαμε σε
ένα καλύτερο μέλλον, περισσότερο συντροφικό, επικοινωνιακό, αλληλέγγυο;
Βελτιώσαμε τη ζωή μας στην Αθήνα, «χτίσαμε» μια πρωτεύουσα ανάλογη της
ευημερίας μας; Εκτός από τον προσωπικό πλουτισμό, ποια κοινωνική προσφορά ήταν
στις προτεραιότητές μας;
Γιατί
η ευτυχία, εντός ή εκτός μετρήσεων, είναι κάτι πολύ χειροπιαστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου