Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

24 Μαΐ 2013

Ένα τραγούδι, μια ιστορία: Κάνε λιγάκι υπομονή


*του  Δημήτρη Γιοβανόπουλου, φοιτητή Φιλοσοφικής

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, πέρα από τεράστιος συνθέτης και στιχουργός, ήταν και ένας βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος, με πολλούς προβληματισμούς πάσης φύσεως. Τον ενδιέφεραν διάφορα πράγματα πέρα από τη σύνθεση των τραγουδιών. Του άρεσε να ενημερώνεται από το ραδιόφωνο και της εφημερίδες για όλα όσα αφορούσαν την καθημερινότητα.


Αν και ποτέ, ο ίδιος, δεν ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, φαίνεται, σύμφωνα με δικές του αφηγήσεις, ότι η πρώτη του επαφή με την πολιτική έγινε με την εκλογική ήττα του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του 1933. Τότε ο Τσιτσάνης ήταν περίπου 18 χρονών και η σκέψη του είχε ωριμάσει.

Η αλήθεια είναι πως δεν είναι λίγα τα τραγούδια που έγραψε για την εκάστοτε πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Άλλα γραμμοφωνήθηκαν και άλλα απορρίφθηκαν από τη λογοκρισία. Η λογοκρισία των τραγουδιών, για την οποία έχει γίνει πολύς λόγος, θεσμοθετήθηκε από τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, με σκοπό να διαφυλάξει τις αξίες της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας. Έτσι, σύμφωνα με αυτή πάρα πολλά «χασικλίδικα» και τραγούδια όπου ακόμη και ένας στίχος είχε πολιτικό περιεχόμενο, αμέσως απορρίπτονταν και θεωρούνταν «απαγορευμένο». «Προ πάσης φωνοληψίας εν Ελλάδι υποβάλλεται εις την Διεύθυνσιν Λαϊκής Διαφωτίσεως του υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού αίτησις της ενδιαφερομένης δια ταύτην εταιρίας φωνογραφικών δίσκων, περί χορηγήσεως σχετικής αδείας. Την αίτησιν ταύτην μεθ’ όλων των στοιχείων η Δ/σις Λαϊκής Διαφωτίσεως διαβιβάζει εις την προς τούτο αρμοδίαν επιτροπήν, αποτελουμένην α) εκ του Δ/ντού Λ. Διαφωτίσεως ως προέδρου, β) εξ ενός τμηματάρχου του Εσωτερικού Τύπου, γ) εξ ενός τμηματάρχου της Λ. Διαφωτίσεως και δ) εκ δύο καλλιτεχνών ειδικευμένων περί την δημοτικήν και λαϊκήν μουσικήν. Η επιτροπή αποφαίνεται υπέρ της χορηγήσεως αδείας, είτε περί της απαγορεύσεως αυτών ή τροποποιήσεως ωρισμένων στίχων, καθώς και της μεταλλαγής ωρισμένων σημείων της μουσικής, εφ’ όσον ήθελε κρίνει ότι άσμα τι θίγει οπωσδήποτε τα δημόσια ήθη, διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού ή νοθεύει και διαστρέφει το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής. 

Ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για το ρεμπέτικο τραγούδι. Το καθεστώς δεν αστειευόταν και πραγματικά, ολόκληρο το σκηνικό της μουσικής ζωής άλλαξε, όπως άλλαξε βεβαίως και σε όλες τις εκφάνσεις της δημόσιας ζωής. Όλοι οι καταξιωμένοι καλλιτέχνες όφειλαν να υπακούσουν, με αποτέλεσμα τραγούδια που έθιγαν σημαντικά κοινωνικά ή άλλα προβλήματα να εξαφανιστούν, ενώ βεβαίως ακριβώς αυτά τα τραγούδια είναι εκείνα που έδωσαν στο ρεμπέτικο το ύφος που καλά γνωρίζουμε. Από εδώ και πέρα χώρος υπήρχε μόνο για αθώα ερωτικά τραγουδάκια ή τραγούδια της χαράς για κοινωνίες ιδεώδεις, χωρίς προβλήματα. Θεωρητικά βεβαίως, η λογοκρισία, τόσο του στίχου όσο και της μουσικής, επεβλήθη στο σύνολο της δισκογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα. Ουσιαστικά όμως, μόνο το ρεμπέτικο τραγούδι επηρέασε. Οι ελάχιστες και σποραδικές περιπτώσεις «μεμπτών» στίχων στην ελαφρά μουσική παραγωγή, κυρίως με αναφορές σε ουσίες, δεν απασχόλησαν το υφυπουργείο, αφού κανένα επίμαχο στιχούργημα δεν υπεβλήθη προς έγκρισιν. Όλοι όμως οι καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού εκλήθησαν στον «κύριο Ψαρούδα», τον πρόεδρο της επιτροπής και «δασκαλεύτηκαν». Κανείς δεν αντέδρασε, με μόνη εξαίρεση τους Βαγγέλη Παπάζογλου που, μέχρι το θάνατό του αρκετά χρόνια αργότερα, δεν καταδέχτηκε να υποβάλλει ούτε ένα τραγούδι «προς έγκρισιν» και τον Γιοβάν Τσαούς. Χαρακτηριστική για όλους τους άλλους είναι η αντίδραση του Μάρκου Βαμβακάρη, όπως καταγράφεται στην «Αυτοβιογραφία» του, που γράφτηκε δεκαετίες αργότερα και λίγο πριν το θάνατό του: «Εσταμάτησα. Έγραφα εκείνα που έπρεπε να γράψω.  Ό,τι έλεγε ο Μεταξάς έπρεπε να γίνει».

Στην πλευρά της μουσικής, η ελαφρά μουσική δεν επηρεάστηκε καθόλου, αφού ήδη ήταν ολοκληρωτικά δυτικότροπη. Στο ρεμπέτικο διακρίνεται μία βαθμιαία στροφή προσανατολισμού προς δυτικούς κανόνες. Τα σολιστικά όργανα, μπουζούκι και μπαγλαμάς, διατηρήθηκαν αφού ήδη, εδώ και δεκαετίες, είχαν διαστήματα συγκερασμένα. Όμως όλο και περισσότερο εισάγονται αρμονίες «πρίμο - σεκόντο» στη θέση της παραδοσιακής μονοφωνίας - ταυτοφωνίας, συγκερασμένα όργανα όπως ακορντεόν και πιάνο προστίθενται, η κιθάρα ως όργανο συνοδευτικό μαθαίνει όλο και περισσότερες δυτικότροπες συγχορδίες, πιο σύνθετες από τα απλά ματζόρε - μινόρε σχήματα του παρελθόντος, αποτολμώνται ακόμα και ντιμινουίτες. Όλες αυτές οι αλλαγές ήταν ήδη ορατές και πριν την επιβολή της λογοκρισίας. Η νέα «τάξη πραγμάτων» όμως, επιταχύνει της διείσδυση της δυτικής προσέγγισης στη μουσική και δημιουργεί το ανάλογο κλίμα. Φυσικά, η λογοκρισία συνεχίστηκε και μετά το διάλειμμα της Κατοχής, επικεντρωμένη τώρα αποκλειστικά στο στίχο, με στόχο το δίδυμο «ουσίες - επιπτώσεις Εμφύλιου». Με την εξαίρεση λίγων μηνών μέσα στο 1946, όπου πρόλαβαν να «χτυπηθούν» κάποια τραγούδια, η λογοκρισία επανήλθε και παρέμεινε, έτσι, χωρίς ουσιαστική διακοπή, από το 1937 μέχρι μέσα στη δεκαετία του ’70 και του ’80. Μόνο τις τελευταίες λίγες δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση, η λογοκρισία αρχικά ατόνησε, για να καταργηθεί και επίσημα αργότερα.

Η δεκαετία του ’40 είναι ίσως η πιο τραγική του 20ού αιώνα για την Ελλάδα. Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Κατοχή κι Εμφύλιος συνθέσανε μια «τριλογία» που άφησε πίσω της εκατοντάδες χιλιάδων νεκρούς και μια χώρα στα πρόθυρα της διάλυσης. Οι πληγές αργήσανε πολύ να κλείσουνε και τα πάθη που γέννησαν όλα τούτα τα γεγονότα, έχουν αναμμένες σπίθες μέχρι και σήμερα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η λογοκρισία κυριαρχούσε σχεδόν απολύτως και ειδικά σε ότι είχε να κάνει με κάθε είδους καλλιτεχνική δημιουργία. Είτε επρόκειτο για θεατρική παράσταση, είτε για κινηματογραφική ταινία, είτε για τραγούδι, τα πάντα έπρεπε να περνάνε από ειδική «επιτροπή» που αναλόγως του περιεχομένου, έδινε τη σχετική άδεια.

Εκείνη την εποχή, ο Βασίλης Τσιτσάνης βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δημιουργικότητάς του. Είχε ήδη γράψει πολλά από τα μεγάλα κι αθάνατα τραγούδια του και ήτανε πολύ γνωστός και δημοφιλής, ωστόσο όλα όσα λαμβάνανε χώρα στην Ελλάδα δε μπορούσανε να τον αφήσουν αδιάφορο. Έγραψε λοιπόν αρκετά τραγούδια με αλληγορικά λόγια, έτσι ώστε να περάσουν από τη λογοκρισία. Στην ουσία όμως, αυτά μιλάνε για την τραγωδία που βίωνε τότε ο λαός μας και τούτο γινόταν εύκολα αντιληπτό, ασχέτως αν τα μηνύματα ήταν έμμεσα.

Ένα από τα τραγούδια που γράφτηκαν εκείνη την εποχή και συγκεκριμένα την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου είναι το τραγούδι με τίτλο «Κάνε λιγάκι υπομονή». Φωνογραφήθηκε στις 11 Νοέμβριου του 1948, τραγουδισμένο από τη Σωτηρία Μπέλλου με τη συνοδεία του Τσιτσάνη. Τραγούδι - σύμβολο της Ελλάδας του Εμφυλίου Πολέμου, με αλληγορικές - για τον φόβο της λογοκρισίας -πλην όμως σαφείς αναφορές. Το 1951, μαζί με «χασικλίδικα» όπως «η Δροσούλα» και «Της μαστούρας ο σκοπός» και άλλα «ύποπτα» για την εποχή τραγούδια, όπως το «Κάποια μανά αναστενάζει» και το «Ως ποτέ πια τέτοια ζωή», συμπεριελήφθη στον κατάλογο των «απαγορευμένων ασμάτων» που εξέδωσε τότε η Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, προκειμένου να προστατεύει «τη θρησκεία και τα ελληνικά ήθη και έθιμα». Ισχυρή απόδειξη του πόσο συνδέθηκε η συγκεκριμένη ηχογράφηση με την εμπειρία εκείνων των χρόνων αποτελεί η χρήση της ως ηχητικού ντοκουμέντου στον Θίασο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, για να «εικονογραφηθεί» το έτος 1951. Είναι από τα ελάχιστα τόσο γνωστά τραγούδια που η Μπέλλου είπε σε πρώτη εκτέλεση άλλα δεν τα επανέλαβε στη διάρκεια της δεύτερης καριέρας της (από το1966 μέχρι το 1990). 


Διαβάζοντας αρχικά τους στίχους του τραγουδιού, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι ένα καθαρά ερωτικό τραγούδι. Αν όμως κάτσει και τι μελετήσει σωστά, δηλαδή λαμβάνοντας υπ’ όψιν μαζί με του στίχους, και τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου θα καταλάβει πως οι στίχοι είναι αλληγορικοί.

«Μην απελπίζεσαι και δεν θ' αργήσει, κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή, καινούργια αγάπη να σου ζητήσει, κάνε λιγάκι υπομονή...». Η πρώτη στροφή του τραγουδιού παραπέμπει στην «αναμονή» του αγωνιστή, που μπορεί να βρίσκεται στο βουνό, στη φυλακή ή στην εξορία, αλλά και στην αλληγορική του εκδοχή, στην «αναμενόμενη ειρήνη». Η δεύτερη στροφή, με το «διώξε τα σύννεφα» προτείνει τη «λύση», ενώ με την τρίτη δίνει την «ελπίδα για ειρηνική ζωή».

Τότε, με τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου ήταν πολύ δύσκολο να γράψεις εκείνο που ήθελες. Υπήρχε η λογοκρισία που δεν έδινε εύκολα άδεια για να γραμμοφωνήσεις τραγούδι. Εννοώ εκείνα που είχαν κατά τη γνώμη τους ύποπτους στίχους και έβλεπαν κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Δεν μπορώ να ξέρω με τι σκεπτικό αποφάσιζαν, πάντως τραγούδι που θα είχε και μια λέξη γύρω από την πολιτική ή τα γεγονότα της εποχής, έπρεπε στα σίγουρα να το απορρίψουν. Τότε, το 1949, ή λίγους μήνες νωρίτερα, έγραψα μέσα στα άλλα, και ένα που του έβαλα αλληγορικά λόγια, ακριβώς από το φόβο της λογοκρισίας, αλλά η σημασία του φαίνεται καθαρά΄΄.

 Ο Β. Τσιτσάνης, στην προσπάθειά του να περάσει κοινωνικοπολιτικά θέματα στη δύσκολη εμφύλια περίοδο και να ξεγελάσει τη λογοκρισία, χρησιμοποιούσε το θέμα της γυναίκας και του έρωτα. Το ότι το τραγούδι έχει πολιτική σημασία φαίνεται και από την απαγόρευσή του, με επαναλαμβανόμενες αστυνομικές διαταγές, όχι μόνο μετά την κυκλοφορία του, αλλά ακόμα και μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου! Το 1950 μπήκε στη λίστα των απαγορευμένων τραγουδιών, από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, με τον τίτλο "Ο Υπομονετικός". Να σημειωθεί πως οι τότε χωροφύλακες, και αστυφύλακες, πιστοί στη συντηρητική ιδεολογία τους έσπασαν, με ιδιαίτερη μανία, πολλές εκατοντάδες πλάκες γραμμοφώνου με το τραγούδι αυτό.

Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει
κοντά σου θα `ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου
και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα `ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
και ο έρωτας σας θ’ αναστηθεί
καινούργια αγάπη θα ξαν’ αρχίσει
κάνε λιγάκι υπομονή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου