*του Δημήτρη Γιοβανόπουλου, φοιτητή
Φιλοσοφικής
Πρόκειται για ένα από τα αγαπημένα τραγούδια
του Ελληνικού λαού και αναπόσπαστο κομμάτι των λαϊκών κέντρων και
μπουζουξίδικων μέχρι και σήμερα. Και μόνο το άκουσμα του πρώτου στίχου,
ξεσηκώνει το πλήθος. Ο λόγος για το πολυτραγουδισμένο «Το βαπόρι απ’ την Περσία», του Βασίλη Τσιτσάνη το οποίο γράφτηκε
το 1977 και είναι (όπως και τα περισσότερα τραγούδια του Τσιτσάνη). βασισμένο
σε πραγματικά γεγονότα της εποχής εκείνης.
Παρόλα αυτά, το τραγούδι δέχτηκε ποικίλες
απαγορεύσεις από την «αόρατο αρχή» του τύπου και της δισκογραφίας, σε χρόνια,
κάπως συντηριτικά. Πράγματι, παρά την μεγάλη αποδοχή που είχε στον κόσμο από
την πρώτη κιόλας ημέρα της δημιουργίας του, κάποιοι δεν δίστασαν να το
χαρακτηρίσουν, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του δημιουργού του ως «απλοϊκά
ειρωνικό, λιγάκι γελοίο». Όμως είναι σκόπιμο, να αρχίσει η διήγηση της
πραγματικής ιστορίας που κρύβεται πίσω από το «Βαπόρι απ’ την Περσία».
Ιανουάριος 1977. Ήταν μία κλασσική ημέρα για
την Ελλάδα μέχρι τις 21.00 το βράδυ. Το βραδινό δελτίο της ΕΡΤ ανακοινώνει μία
σημαντική είδηση που προκάλεσε την απορία αλλά και τον φόβο των Ελλήνων. Στις 8
Ιανουαρίου του 1977,λοιπόν, οι λιμενικές αρχές εντόπισαν στο υπό κυπριακή
σημαία μότορσιπ «Gloria», το οποίο είχε αποπλεύσει από τη Βηρυτό του Λιβάνου, με
προορισμό την Αμβέρσα , 11 τόνους κατεργασμένου χασίς. Η ποσότητα αυτή χασίς
είχε κρυφτεί μεταξύ κεντημάτων και ήταν από τις μεγαλύτερες που κατασχέθηκαν
ποτέ στα παγκόσμια χρονικά. Οι λιμενικές αρχές συνέλαβαν τον πλοίαρχο Νίκο Ξανθόπουλο και τους
ναυτικούς του πλοίου, όλοι Έλληνες εκτός από δύο που ήταν Τούρκοι υπήκοοι. Οι
άντρες του λιμενικού έκαναν χρήση καπνογόνων προκειμένου να ξετρυπώσουν τους
κρυμμένους ναυτικούς. Στο «Gloria» εντοπίστηκαν επίσης 2 πιστόλια
τύπου Browning καθώς και
500 σφαίρες.
Ασφαλώς ήταν «προμελετημένη καρφωτή και λαδωμένη» (όπως αναφέρει και ο Τσιτσάνης
στο τραγούδι) δουλειά, αφού ο πλοίαρχος του «Gloria»
Νίκος Ξανθόπουλος, ο «Κάπταιν Νικ», όπως τον αποκαλούσαν, ήταν άνθρωπος της
αμερικανικής Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών DEA (Drug Enforcement Administration).
Ο «Κάπταιν Νικ» με τα εκάστοτε καράβια που είχε στην κατοχή του, είχε γυρίσει
όλες τις θάλασσες του κόσμου και είχε γνωρίσει τους πάντες γύρω από τα
κυκλώματα του εμπορίου ναρκωτικών, από τις χώρες παραγωγής μέχρι και τον
τελευταίο παραλήπτη έμπορο.
Λαθρέμπορος τσιγάρων στην αρχή της καριέρας
του και ο ίδιος, διαφοροποιήθηκε στην πορεία, εξαιτίας του θανάτου ενός
αδελφικού του φίλου από υπερβολική δόση μορφίνης. Από τότε ορκίστηκε στην
καταπολέμηση των ναρκωτικών. Αποδέχτηκε την πρόταση της DEA το 1964 και από
τότε εισχωρούσε στα κανάλια των ναρκωτικών και έδινε πληροφορίες σχετικά με την
διακίνηση. Μερικές φορές, όπως στην περίπτωση του «Gloria»,
παραλάμβανε ο ίδιος το εμπόρευμα με το καράβι του, ως μεταφορέας και το
παρέδιδε στις λιμενικές αρχές.
Το όλο σκηνικό βεβαίως που στηνόταν, σε
συνεργασία με τα ανώτερα κλιμάκια του υπουργείου της εκάστοτε χώρας, έπρεπε να
είναι αληθοφανές, ώστε να μην εκτεθεί ο ίδιος και αποκαλυφθεί η ιδιότητα τους
στους ανθρώπους των ναρκωτικών, γεγονός που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του.
Έτσι, οι υποτιθέμενες με τυμπανοκρουσίες και οι εφημερίδες βούιζαν για μέρες.
Στην περίπτωση του «Gloria»
συνέβη το εξής: Ο «Κάπταιν Νικ» βρισκόταν με το καράβι στη Λάρνακα, όταν τον
πλησίασε ένας ναυτικός πράκτορας και του πρότεινε μια «μεγάλη» δουλειά – ένα
φορτίο από τη Βηρυτό με προορισμό το Ρότερνταμ. Ο «Κάπταιν Νικ» δέχτηκε και
τράβηξε με το πλοίο του για Βηρυτό, στο λιμάνι Τζουνίχ. Εκεί συνάντησε δυο
Λιβανέζους εμπόρους και συμφώνησαν για τη μεταφορά του εμπορεύματος, που ήταν
300 σακιά χασίς, 40 κιλά το καθένα (80 πλάκες του μισού κιλού το κάθε
τσουβάλι). Το ποσό για την μεταφορά καθορίστηκε στα 300.000 δολάρια, τα μισά με
τη φόρτωση και τα άλλα μισά με την παράδοση στο Ρότερνταμ. Η παραλαβή του
εμπορεύματος έγινε έξω από το παραθαλάσσιο χωριό Ιμεΐλ, όπου με βάρκες
μεταφέρθηκαν τα τσουβάλια με το χασίς. Με την τελευταία βάρκα μπήκαν στο «Gloria»
και οι δυο Τούρκοι συνοδοί του εμπορεύματος. Στο μεταξύ, πριν από την παραλαβή,
στις 23 Δεκεμβρίου 1976, ο «Κάπταιν Νικ» είχε καλέσει από το ραδιοτηλέφωνο του
«Gloria» το Υ.Ε.Ν. στην Ελλάδα και είχε ειδοποιήσει συνθηματικά
ότι θα τους φέρει πολλούς τόνους «σοκολάτα» δώρο για τα Χριστούγεννα. Η διαταγή
είχε προχωρήσει, ενώ συμφωνήθηκε ο τρόπος και ο τόπος προσέγγισης. Για να μην
εκτεθεί στους λαθρέμπορους, ενημέρωσε ακόμη το Υ.Ε.Ν. ότι θα πλεύσει 10 μίλια
νότια της Πύλου και ζήτησε το ελληνικό καταδιωκτικό του λιμενικού να τους
προσεγγίσει στο συγκεκριμένο σημείο, τάχα για έναν τυπικό έλεγχο.
Μετά τη φόρτωση του εμπορεύματος, ο «Κάπταιν
Νικ» έβαλε πλώρη για την Πύλο, έχοντας πλήρωμα 2 ναύτες, μαζί τους βεβαίως και
οι δυο Τούρκοι συνοδοί. Κατευθυνόμενος προς την Πύλο συνάντησε 11 – 12 μποφόρ
πουν τον ανάγκασαν να αλλάξει ρότα. Έτσι τράβηξε προς τη Σίφνο όπου
αγκυροβόλησε προσωρινά. Ειδοποίησε εκ νέου το Υ.Ε.Ν. και πήρε εντολές για νέο
τόπο συνάντησης, τα Ίσθμια της Κορίνθου. Το «Gloria»
έφτασε στις 6 Ιανουαρίου του 1977 στα Ίσθμια, όπου το περίμενε όλο σχεδόν το
λιμενικό σώμα. Οι δυο Τούρκοι ( τα δυο
μεμέτια τα καημένα) οδηγήθηκαν στις φυλακές του Ναυπλίου, ενώ ο «Κάπταιν
Νικ» και το πλήρωμα του, μετά τις αρχικές υποτιθέμενες συλλήψεις, δέχτηκαν τα
συγχαρητήρια του αρχηγού Υ.Ε.Ν. Παπαδόγγονα. Το Υπουργείο Οικονομικών όρισε ως
αμοιβή για τη μεγάλη επιτυχία το αστρονομικό ποσό για την εποχή, των 7.800.000
δραχμών. Ο «Κάπταιν Νικ» από αυτά πήρε 1.500.000 δραχμές, τα υπόλοιπα τα
μοιράστηκαν… διάφοροι αξιωματικοί.
Ένα τέτοιο περιστατικό, βέβαια, δεν θα
μπορούσε να αφήσει αδιάφορο έναν συνθέτη σαν τον Βασίλη Τσιτσάνη. Την ώρα που
ξυρίζονταν, άκουσε για το περιστατικό και αμέσως άρχισε να πλάθει το τραγούδι
στο μυαλό του. Καθ’ οδόν για την Καισαριανή και το Νυχτερινό Κέντρο «Χάραμα» όπου εμφανιζόταν με τη Λιζέτα
Νικολάου, είχε δημιουργήσει ένα σκελετό του τραγουδιού.
Όπως συνήθιζε να κάνει κάθε βράδυ, πήγε στην
κουζίνα για να χαιρετίσει το προσωπικό του μαγαζιού και σύμφωνα με τον τότε
υπάλληλο και σημερινό ιδιοκτήτη του κέντρου, Βύρωνα Παπαλαζάρου: «Λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1977, το
λιμενικό εντόπισε σε ένα βαπόρι 11 τόνους κατεργασμένου χασίς. Κάποια στιγμή, ο
Τσιτσάνης πετάγεται από την καρέκλα και φωνάζει στον τότε ιδιοκτήτη του
μαγαζιού, Κώστα έλα να ακούσεις, έγραψα ένα τραγούδι και μετά βγήκε στο
πρόγραμμά του και είπε στον κόσμο: Τώρα παιδιά θα σας πω ένα καινούριο
τραγούδι. Και αμέσως άρχισε να τραγουδάει τον πρώτο στίχο για πολλή ώρα μέχρι
να βρει τον ρυθμό που θα ταίριαζε. Δεν μπορώ να σας περιγράψω το τι έγινε. Ο
κόσμος φώναζε, χειροκροτούσε, χόρευε στο ρυθμό λόγω του επίκαιρου γεγονότος»
Το τραγούδι ηχογραφήθηκε λίγο καιρό αργότερα
με τον ίδιο και τη Λιζέτα Νικολάου. Όπως προαναφέρθηκε όμως, αυτό το τραγούδι
δέχτηκε πολλές απαγορεύσεις από τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, παρά την τεράστια
απήχηση που είχε στον κόσμο. Από πολλούς θεωρήθηκε ως η τελευταία τεράστια
επιτυχία του Βασίλη Τσιτσάνη. Παρόλα αυτά το 1984, λίγο καιρό μετά το θάνατο
του συνθέτη, σύμφωνα με εισαγγελική απόφαση, χαρακτηρίστηκε ως «απλοϊκά
ειρωνικό, λιγάκι γελοίο». Καμία εισαγγελική απόφαση και καμία «αρχή» δεν
μπόρεσε να ανακόψει ακόμη και τη μετά θάνατον ανοδική πορεία του Βασίλη
Τσιτσάνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου