Το ΠΑΣΟΚ, το άλλοτε κραταιό κόμμα πρώτα της
αδογμάτιστης σοσιαλιστικής αριστεράς, την περίοδο Ανδρέα Παπανδρέου, της
κεντροαριστεράς και του εκσυγχρονισμού επί Κ. Σημίτη, της κεντροαριστεράς και
του μνημονίου επί Γ. Παπανδρέου και του «προοδευτικού» κέντρου σήμερα επί Ε.
Βενιζέλου, είναι εγκλωβισμένο σε επτά κρίσεις .
Πρώτον, είναι εγκλωβισμένο σε μια κρίση αφήγησης μεταξύ μνημονιακού
νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλιστικού βυζαντινισμού. Όσοι στήριξαν το μνημόνιο
τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε επίπεδο βάσης αναγκάζονται σήμερα να
απολογούνται για τις τραγικές του συνέπειες ακόμα και εν αυτές προέρχονται από
επιλογές της κυβέρνησης Σαμαρά. Από την άλλη πλευρά εκείνοι που αντιπαλεύουν
αυτή την λογική στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ πέρα από μια αόριστη παρελθοντολογία
για το ένδοξο παρελθόν δεν έχουν να αντιτάξουν μια σύγχρονη αντιπρόταση.
Απουσιάζει ολοκληρωτικά μια σύγχρονη αφήγηση του
δημοκρατικού σοσιαλισμού η οποία θα έθετε το σπέρμα τόσο για την υπέρβαση του
μνημονίου όσο και για την κριτική υπέρβαση των αρνητικών πτυχών του
παρελθόντος. Αυτό δεν σημαίνει ότι μαζί με τα νερά πρέπει να πεταχτεί και το
μωρό.
Εντούτοις πολύ περισσότερο χρόνο πρέπει να σπαταλήσει
το ΠΑΣΟΚ στις αρνητικές πτυχές της μακρόβιας διακυβέρνησης του η οποία μεταξύ
άλλων συνδέθηκε με τον νεποτισμό και το πελατειακό κράτος, την αδιαφάνεια και
την κλεπτοκρατία , την προσοδοθηρία, τον πελατειακό κορπορατισμό, την σπατάλη,
τον δεσποτισμό και την αλαζονεία, την προγραμματική και πολιτική ασυνέπεια, την
προσωπολατρία κοκ.
Το ΠΑΣΟΚ πέρα από κάποιες γενικολογίες δεν αφηγείται
σήμερα συγκροτημένα με ποιόν τρόπο – πέραν των μνημονίων και της λιτότητας- η
Ελλάδα και η Ευρώπη θα εξέλθουν από την κρίση, ούτε απαντάει στο ερώτημα ποιο
είναι το μοντέλο κοινωνικής δικαιοσύνης, κοινωνικού κράτους και αναδιανομής που
προτείνει για να ακολουθήσει ως κόμμα υποτίθεται ενταγμένο στο μπλοκ των
σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων.
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μια μόνιμη κρίση
κοινωνικής αναφοράς με την
έννοια ότι είναι πλέον εντελώς ασαφές ποιες κοινωνικές τάξεις και στρώματα
εκπροσωπεί.
Είναι προφανές ότι με την άνοδο του Α. Παπανδρέου στην
εξουσία και την είσοδο στο προσκήνιο της πολιτικής και οικονομικής ζωής της
χώρας των αγροτών, των εργατών, των υπαλλήλων και των μικρομεσαίων
επαγγελματιών ξεκινάει η διαδικασία γιγάντωσης της μεσαίας τάξης. Οι μισθοί
αυξάνονται εκείνη την περίοδο κατά 60% και αρχίζει να συγκροτείται το κοινωνικό
κράτος. Δυστυχώς ωστόσο η ταυτότητα της κλαδικής του ΠΑΣΟΚ μετατρέπεται σε
διαβατήριο κοινωνικής ανόδου
.
Το ΠΑΣΟΚ τότε είναι ακόμη ένα αριστερό, ριζοσπαστικό
κόμμα, με την κοινωνική απελευθέρωση και τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της
κοινωνίας. Κατά την περίοδο 1974-1996 θα μπορούσε κανείς ανενόχλητα να
αποδεχτεί ότι το ΠΑΣΟΚ εκφράζει το μπλοκ των μη προνομιούχων , ένα κοινωνικό
φάσμα που εκτείνεται από τον απλό εργαζόμενο έως τον μεσαίο επιχειρηματία. Ένα
μπλοκ όμως που μετεξελίχτηκε μετά από πολλά χρόνια εξουσίας τα οποία προώθησαν
ποικίλες κοινωνικές ενισχύσεις , εισοδηματική διανομή αλλά και κίνητρα
κοινωνικής κινητικότητας, σε έναν κοινωνικό χυλό της «μεσαίας τάξης η οποία
ενσωμάτωσε ποικίλα και αντιφατικά συμφέροντα που από μια στιγμή και μετά δεν
μπορούσαν να μπολιαστούν στα πλαίσια μιας ενιαίας πολιτικής ταυτότητας και
στρατηγικής.
Ακολούθησε η περίοδο του εκσυγχρονισμού η οποία
συνδέθηκε με την ένταξη μας στην ΟΝΕ. Εν ονόματι του “εκσυγχρονισμό”,
μετατράπηκε εν μια νυκτί η εργασία σε απασχόληση, με την νομοθέτηση των πρώτων
μέτρων που θα ναρκοθετήσουν τα εργασιακά δικαιώματα .Οι απασχολούμενοι πλέον
μπορούσαν να είναι ευέλικτοι, ελαστικοί, υποαπασχολούμενοι ή νοικιασμένοι. Η
ανερχόμενη μεσαία τάξη συνδέεται με το πρόταγμα της οικονομικής ανάπτυξης και
τα συμφέροντα της δεν συνδέονται πλέον μες τους μη προνομιούχους.
Από τις εκλογές του 2000 και εντεύθεν, η εκλογική
δύναμη του ΠΑΣΟΚ δεν είναι πλέον τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα αλλά “τα
μεσο-ανώτερα που πίστευαν ακόμα στη δυνατότητα οικονομικής προόδου και
διατηρούσαν την αισιοδοξία της προσωπικής τους ανάπτυξης, α, κάτοικοι
αστικών κέντρων κυρίως Αθήνας, Θεσσαλονίκης, και άνδρες ηλικίας 25-44
σημειώνει η Άννα Κομνηνού.
Κατά συνέπεια είχε ξεκινήσει ήδη την περίοδο του σημιτικού
εκσυγχρονισμού μια διαδικασία κοινωνικής επιλογής που δεν αποπερατώθηκε. Η
διαδικασία αυτή συμπεριελάμβανε την ρήξη με ορισμένα στρώματα που στήριζαν
παραδοσιακά το ΠΑΣΟΚ όπως οι εξαρτημένα εργαζόμενοι και οι δημόσιοι υπάλληλοι.
Θυμίζουμε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση και
την ρήξη με τους συμβασιούχους. Η διαδικασία αυτή αποπερατώθηκε ωστόσο την
εποχή του μνημονίου. Μέσω των δημοσιονομικών πιέσεων, το ΠΑΣΟΚ
αποστασιοποιήθηκε ακόμα και από την μεσαία τάξη, την οποία το ίδιο εξέθρεψε.
Τώρα συμβάλει στη συρρίκνωσή της. Είναι ενδεικτικό ότι το κίνημα της αλλαγής
που δημιούργησε το ΕΣΥ σήμερα είναι σε ρήξη με όλους τους συντελεστές του. Το
ίδιο ισχύει με τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, τους πανεπιστημιακούς, τους
δασκάλους, τους ταξιτζήδες, τους δημόσιους υπαλλήλους , τους συνταξιούχους την
νέα γενιά κοκ.
Σε ποιες κοινωνικές δυνάμεις σκοπεύει το ΠΑΣΟΚ άραγε
να στηριχτεί στο μέλλον για να αναδομηθεί; Ποια θα είναι η κοινωνική και ταξική
του ταυτότητα, όταν έχει πάει απέναντι σχεδόν ολόκληρη η ελληνική κοινωνία πλην
των τραπεζιτών και ορισμένων μεγάλων επιχειρηματιών; Εάν το ΠΑΣΟΚ επιθυμούσε να
επανασυνδεθεί με τον κόσμο της εργασίας όφειλε να κάνει σημαία του το ζήτημα
της ανεργίας με ριζοσπαστικές προτάσεις κατά την μακρά παράδοση του
δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Μια τέτοια πρόταση για το μέλλον θα ήταν για
παράδειγμα η εργασιακή εβδομάδα των 30 ωρών, χωρίς καμία μείωση αποδοχών, η
πλήρη επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και η άμεση αποκατάσταση του κατώτατου
μισθού.
Σε μια εποχή που η δημόσια συζήτηση για το μέλλον της
εργασίας συνοδεύεται από τη συνεχή συμπίεση των μισθών, τις απολύσεις και τη
«χαλάρωση» των εργασιακών σχέσεων, μια τέτοια πρωτοβουλία θα μετέθετε το κέντρο
βάρος της πολιτικής ατζέντας υπέρ των εργαζομένων εκπλήσσοντας τους
νεοφιλελεύθερους θιασώτες του μνημονίου μάλλον αρνητικά.
Εντούτοις η πρόταση αυτή στηρίζεται στην καθαρά
οικονομική λογική ότι μόνον εάν μειωθεί η προσφορά της εργασίας, αυτή θα
ξαναβρεί την αξία της. Με τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αφενός θα
αυξηθεί η παραγωγικότητα, αφετέρου θα αντιμετωπισθεί η ανεργία.
Συγκεκριμένα, με κάθε αύξηση της παραγωγικότητας
μπορεί να μειώνεται στο ίδιο ποσοστό ο χρόνος εργασίας, χωρίς καμία μείωση των
αποδοχών, ώστε το εργατικό κόστος να μείνει σταθερό και οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν
την ανταγωνιστικότητά τους. Ασφαλώς οι εργαζόμενοι θα αντιτείνουν ενδεχομένως
τον φόβο τους η μείωση του χρόνου εργασίας, συνοδεύεται από μια μείωση των
αποδοχών τους και εντατικοποίηση της δουλειάς τους. Αυτό είναι λάθος. διότι ότι
εάν δεν μειωθεί η προσφορά εργατικής δύναμης, δεν πρόκειται να αυξηθούν οι
μισθοί.
Σε κάθε περίπτωση μια επαναφορά του ΠΑΣΟΚ στις
κοινωνικές συντεταγμένες των μη προνομιούχων Ελλήνων θα προϋπέθετε και μια σαφή
χρονική οριοθέτηση του μνημονίου. Δεν είναι δυνατόν οι τεχνοκράτες της
δημοσιονομικής περιστολής να παραδέχονται λάθη στην εκπόνηση του προγράμματος,
λάθη σε πολλαπλασιαστές επιπτώσεων, λάθη στον υπολογισμό της ύφεσης, λάθη σε
όλες τις παρενέργειες αλλά να απαιτούν την εσαεί εφαρμογή ενός αποτυχημένου
προγράμματος. Δεν είναι δυνατόν οι μεσογειακές κοινωνίες στο σύνολο τους να
χειμάζονται και οι κυβερνήσεις να πέφτουν μετά την άλλη και οι πολιτικές να
περιορίζονται στην απλή τήρηση αριθμών.
Είναι προφανές λοιπόν ότι αυτή η τρέλα του μνημονίου
πρέπει να σταματήσει. Αυτή την στιγμή πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να
πληρώσουν τους φόρους τους. Γι ‘αυτό και τα κρατικά έσοδα μειώθηκαν κατά € 300
εκατομμύρια τον Ιανουάριο του 2013. Αν η πορεία αυτή συνεχιστεί σύντομα το
κράτος δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις σε συντάξεις και
μισθούς. Δεν θα υπάρχουν τα μετρητά για να πληρωθούν μισθοί και συντάξεις.
Είναι σαφές ότι κάτι τέτοια θα τροφοδοτούσε μια κοινωνική έκρηξη με αβέβαιη
έκβαση.
Με μια πραγματική ανεργία που κινδυνεύει να φτάσει στο
35% , με πάνω από 2.341.400 «φτωχούς »
στην Ελλάδα το 2010 στην έναρξη της κρίσης σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ,
με πάνω από 3000 αυτοκτονίες ήρθε η ώρα και το ΠΑΣΟΚ να πει «δεν πάει άλλο» και
να θέσει σαφή χρονικά όρια για την εκτέλεση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Στο σημείο αυτό όλα τα ελληνικά κόμματα και όχι μόνο
το ΠΑΣΟΚ πρέπει από κάποια στιγμή και μετά να πούνε ένα «φτάνει πια». Ας κάνει
λοιπόν το ΠΑΣΟΚ το πρώτο ξεκάθαρο βήμα. Ένα βήμα παραπέρα πρέπει να προχωρήσει
το ΠΑΣΟΚ και στο ζήτημα της διαγραφής του χρέους, το οποίο με βάσει όλες τις
έγκυρες εκθέσεις θεωρείται μη βιώσιμο.
Ας διαβουλευτεί λοιπόν το ΠΑΣΟΚ με τον εαυτό του και
την κοινωνία και ας βάλει πλάτη το αίτημα της διαγραφής του χρέους να γίνει
εθνικό αίτημα και όχι μόνο εκ του ασφαλούς μονοπώλιο του ΣΥΡΙΖΑ. Το θέμα της
διαγραφής του χρέους συζητείται άλλωστε και από σοβαρούς αστούς οικονομολόγους
όπως ο αμερικανός ο αμερικανός οικονομολόγος, Τζέφρι Ζακς ο οποίος θεωρεί ότι
«η Λατινική Αμερική ανέκαμψε, όταν οι ΗΠΑ, ως ο μεγαλύτερος πιστωτής,
διέγραψαν ένα μεγάλο μέρος του χρέους. Ακριβώς αυτό θα πρέπει να κάνει τώρα και
η Γερμανία, ως ο μεγαλύτερος πιστωτής της Ελλάδας. Δεν έχει κανένα νόημα να
ζητούν από τους Έλληνες περισσότερα χρήματα από όσα μπορούν να δώσουν»( 2)
.
Επίσης διακεκριμένος Αμερικανός οικονομολόγος,
χρηματιστής και επικεφαλής της American
Heritage Management Corporation, Χάικο
Τίμε, επισημαίνει ως αναγκαία μια νέα – και μάλιστα «πολύ ακραία» –
διαγραφή ελληνικού χρέους. «Μόνο με μια διαγραφή χρέους και μάλιστα πολύ
ακραία, μπορεί να εξυγιανθεί η χώρα», αναφέρει χαρακτηριστικά, σημειώνοντας,
πως μέχρι τώρα αποφεύχθηκε αυτό το βήμα, διότι θα αφορούσε και τις δυτικές
τράπεζες.
Οι δισταγμοί των κρατών στοιχίζουν χρήματα, και στην
περίπτωση της Ελλάδας το κόστος είναι έως και μισό τρισεκατομμύριο έως τώρα,
ενώ πριν από μερικά χρόνια σίγουρα θα αρκούσαν μόνον 50 δισεκατομμύρια, διότι
δεν θα είχαν εισβάλλει οι κερδοσκόποι, επισήμανε.
Τέλος και ο Ο Πολ Γκλάστρις, πρώην λογογράφος του
προέδρου των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και νυν διευθυντής του «Washington Monthly»
εξέφρασε την πεποίθηση του ο Μπαράκ Ομπάμα πρόκειται να ζητήσει από την
Γερμανία την προώθηση της διαγραφής (μέρους;) του ελληνικού χρέους, διότι
«είναι η μόνη λύση. Όπως τονίζει ο ίδιος «οι διαρθρωτικές αλλαγές, που είναι
αναγκαίες, δεν εξασφαλίζουν επανεκκίνηση της οικονομίας χωρίς διαγραφή χρέους.
Η ίδια η Γερμανία είναι ζωντανό παράδειγμα.. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η
Γερμανία αναγκάστηκε να εξυπηρετήσει δυσθεώρητα χρέη με αποτέλεσμα την
οικονομική καταστροφή και την άνοδο του ναζισμού. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
και ταυτόχρονα με το Σχέδιο Μάρσαλ οι ΗΠΑ πρόσφεραν στη Γερμανία αναδιάρθρωση
και διαγραφή χρέους, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει το γερμανικό οικονομικό
θαύμα. Οι Γερμανοί πρέπει να πάρουν παράδειγμα από την ίδια την ιστορία τους
και να τροποποιήσουν αντιστοίχως την πολιτική που υποστηρίζουν για την Ελλάδα
και τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου» (3).
Γιατί λοιπόν να μην συνδεθεί ολόκληρη η ελληνική
κεντροαριστερά με αυτό το αίτημα της διαγραφής του χρέους οποίο ούτως ή άλλως
μετά τις γερμανικές εκλογές αναμένεται να κυριαρχήσει την ατζέντα; Από τις
κρίσεις αφήγησης και κοινωνικής αναφοράς προκύπτει και μια τρίτη μορφή κρίσης.
Τρίτον, Μια κρίση ανάλυσης, προσανατολισμού και
στρατηγικής. Το ΠΑΣΟΚ
δεν μπορεί να αποσαφηνίσει αυτή την στιγμή ούτε ποια Ευρώπη διεκδικεί, ούτε
ποια Ελλάδα. Δεν διαθέτει ανάλυση ούτε όσον αφορά τον γεωστρατηγικό περίγυρό
της χώρας μας ούτε πως φαντάζεται το κοινωνικό κράτος, την Δημοκρατία
και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, τα κοινωνικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Δεν
διαθέτει ανάλυση ούτε για τον τύπο εξευρωπαϊσμού που θεωρεί γόνιμο για την χώρα
μας, ούτε για ειδικότερα ζητήματα όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα , το
μίνιμουμ όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Επιπλέον αποφεύγει την τοποθέτηση στον άξονα δεξιά –
αριστερά χρησιμοποιώντας τον ρευστό όρο της κεντροαριστεράς. Αποφεύγει την
ξεκάθαρη τοποθέτηση με το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο που στην σημερινή εποχή δεν
είναι άλλο από το σκανδιναβικό. Αλήθεια, εάν το ΠΑΣΟΚ φαντάζεται ακόμα κάποιον
τύπο σοσιαλισμού ποιος είναι αυτός και εάν όχι γιατί δεν αφαιρεί από το όνομα
του τον τίτλο «σοσιαλιστικό».
Τέταρτον, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μια κρίση γενεαλογική. Τόσο σε επίπεδο κορυφής όσο και σε
επίπεδο βάσης η ηλικιακή ανανέωση παραμένει ένα πολυπόθητο ζητούμενο. Σε
επίπεδο κορυφής δεν χωράει ούτε συζήτηση ότι τα ηνία τα έχει ακόμα η γενιά του
εκσυγχρονισμού, εκφραστής της οποίας υπήρξε και ο νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και οι
ακόλουθοι του. Η φθορά του πολιτικού προσωπικού διαμόρφωσε έντονα «καθεστωτικά»
χαρακτηριστικά στο ΠΑΣΟΚ χωρίς την υπέρβαση των οποίων, δεν υπάρχει προοπτική.
Σε επίπεδο βάσης οι δημοσκοπήσεις που έγιναν κατά την
διαδικασία της τελευταίας εκλογής προέδρου του ΠΑΣΟΚ κατέδειξαν ότι στις κάλπες
πήγαν κατά κύριο λόγο μέλη ΠΑΣΟΚ της πρώτης του γενιάς, συνοδοιπόροι του
Ανδρέα. Οι νέοι ήταν εξαφανισμένοι. Είτε επειδή δεν τους εξέφραζε η όλη
διαδικασία είτε επειδή θέλουν να κρατήσουν τις αποστάσεις τους, είτε επειδή δεν
τους εκφράζει πλέον το ΠΑΣΟΚ.
Σημειωτέον, τα δύο τρίτα των εκλογέων ήταν άνδρες.
Η δημογραφική ακτινογράφηση των μελών και φίλων ΠΑΣΟΚ, που
ανταποκρίθηκαν στη πρόσκληση να εκλέξουν πρόεδρο με κάλπη, μας παραπέμπει στο
πληθυσμιακό κομμάτι που αποκαλείται «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ». Πολίτες, με άλλα λόγια,
που στη μεγάλη τους πλειοψηφία είναι από μέσης έως μέτριας μόρφωσης.
Ηλικιακά «βλέπουν» στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ ιδρυόταν: Το 61,8% βρίσκεται στο κόμμα από τις επικές μέρες του 1980. Γύρω στο 85% των εκλογέων καταλαμβάνουν τον χώρο μέση – μεγάλη ηλικία, ενώ μόλις το 8% ανήκει στις ανθοφόρες ηλικίες από 18 μέχρι 34.
Ηλικιακά «βλέπουν» στην εποχή που το ΠΑΣΟΚ ιδρυόταν: Το 61,8% βρίσκεται στο κόμμα από τις επικές μέρες του 1980. Γύρω στο 85% των εκλογέων καταλαμβάνουν τον χώρο μέση – μεγάλη ηλικία, ενώ μόλις το 8% ανήκει στις ανθοφόρες ηλικίες από 18 μέχρι 34.
Αυτό σημαίνει, βέβαια, ότι το ΠΑΣΟΚ έχει
ελάχιστους νέους ψηφοφόρους και ότι έχει χάσει την επαφή του με την νεολαία. Ένας
οργανισμός όμως που δεν ανανεώνεται πεθαίνει.
Εδώ υπάρχουν πολλές συνταγές που εκτείνονται από την
εισαγωγή ποσοστώσεων για νέους στα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος και στην
κοινοβουλευτική ομάδα του την εισαγωγή θητειών και την επέκταση ασυμβίβαστων
μέχρι την εισαγωγή μιας δελεαστικής ιδεολογικής και οργανωτικής πλατφόρμας για
νέους.
Πέμπτον, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε μια κρίση ηγεσίας. Σε μια κρίση αντιπροσώπευσης.Ενώ ένα
μεγάλο μέρος της βάσης έλκεται ακόμα από τον Παπανδρέου στην ηγεσία του
βρίσκεται ένας διάδοχος που προέρχεται από μία εκλογή χωρίς αντίπαλο. Ο νυν
αρχηγός, ανέλαβε την ηγεσία πλήρως νομιμοποιημένος από την ψήφο 230.000 μελών
και φίλων.
Οι αστοχίες ωστόσο από την αρχή ήταν εκκωφαντικές.
Πέραν της ηγεσίας, διεκδίκησε και την απόλυτη εσωκομματική εξουσία. Οδήγησε το
κόμμα στις εκλογές με καταργημένα όλα τα κομματικά όργανα, σπάζοντας έτσι την
οργανωτική σπονδυλική στήλη του πάλαι ποτέ ρωμαλέου κομματικού μηχανισμού. Παραγκώνισε
τους λεγόμενους κορυφαίους, επιχειρώντας να μετατρέψει το κόμμα σε ενός ανδρός
αρχή. Ούτε ο αυτοκρατορικός Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε καταργήσει τα κομματικά
όργανα. Ακόμα και σε εποχές που τα όργανα ήταν υποβαθμισμένα ο Ανδρέας τα άφηνε
να υπάρχουν, ως ένδειξη εσωκομματικής κομματικής δημοκρατίας.
Η νυν ηγεσία τόσο από άποψη προφίλ όσο και από άποψη
αρχών θυμίζει μια παλαιότερη γενιά πολιτικών ναι μεν ικανών πλην όμως
ξεπερασμένων. Πρόκειται για μια αναβίωση του παλαιοκομματισμού με σύγχρονο
πρόσημο. Ένας «εκσυγχρονισμένος» βυζαντινισμός.
Συνήθως η θετική επίδραση μιας διαδοχής ηγεσίας
ισχύει, γενικότερα, και για όλους τους θεσμούς, Ωστόσο, το εύρος αυτής της
δυναμικής και η μορφή που λαμβάνει δεν είναι -αυτονόητα- ποτέ η ίδια. Επιπλέον,
η διαδοχή, ως πολιτικό γεγονός, δημιουργεί δυναμική, ανεξάρτητα από την
επίδραση που μπορεί να έχει, ή να μην έχει το «πρόσωπο» (η προσωπικότητα) του
πολιτικού αρχηγού.
Στη περίπτωση της αλλαγής ηγεσίας που συντελέστηκε
πρόσφατα στο ΠΑΣΟΚ τα αποτελέσματα δεν είναι ιδιαίτερα θετικά αφού το κόμμα
φαίνεται να αποσυντίθεται. Το κυρίαρχο πρόβλημα ωστόσο δεν είναι μόνο το
πρόσωπο του αρχηγού ή του στενού ηγετικού κύκλου. Το πρόβλημα άπτεται ενός
ηγετικού φάσματος που συμπεριλαμβάνει όλα τα οργανωτικά επίπεδα. Πρόκειται για
ένα πλέγμα σχέσεων με στελέχη και αξιωματούχους που εκτείνονται από την κορυφή
της πυραμίδας έως την βάση.
Αυτό το φάσμα είναι εκφραστής των πιο νοσηρών,
πελατειακών και ιντριγκαδόρικων πρακτικών, καθιστώντας την πλάνη, την πλεκτάνη
και την παραπλάνηση κατευθυντήρια γραμμή δράσης. Δεν επαρκούν επομένως οι απλές
αντικαταστάσεις ηγεσιών σε επίπεδο κορυφής. Χρειάζεται ολική ανανέωση ηγεσίας
σε όλο το φάσμα των κομματικών οργάνων και σε επίπεδο νοοτροπιών και πολιτικού
πολιτισμού.
Εάν λοιπόν το ΠΑΣΟΚ θέλει να αλλάξει θα πρέπει να
περιθωριοποιήσει πάνω από 50.000 στελέχη και αξιωματούχους. Μπορεί να το κάνει
από την στιγμή που αυτοί έχουν τα ηνία; Μάλλον αδύνατον.
Προφανώς, κανέναν από τους πολλούς αξιωματούχους του
ΠΑΣΟΚ δεν απασχολεί αν η σημερινή ηγεσία αντί να κάνει ανατροπές , όπως
επαγγέλθηκε, εγκατέλειψε κάθε νεωτερική ιδέα, συμβιβάστηκε και ταυτίστηκε με
ό,τι πιο «παλαιό» έχει το ΠΑΣΟΚ· αντί να αντιπαρατίθεται στην κυβέρνηση με
ουσιαστικά και πειστικά επιχειρήματα, αναλώθηκε στον παθητικό ρόλο του απλού
αποδέκτη στα πλαίσια μιας περίεργης συγκυβέρνησης χωρίς συγκεκριμένο
προσανατολισμό · αντί να προχωρήσει σε συγκεκριμένη και στοχευμένη ανανέωση,
στηρίχθηκε σε φθαρμένα πρόσωπα, που εξακολουθούν να ερεθίζουν την κοινή γνώμη. Όλα
αυτά φέρνουν στην επιφάνεια αιτήματα όπως αυτό της συλλογικής ηγεσίας, της
αλλαγής ηγεσίας, ακόμα και της κατάργησης του ίδιου του ΠΑΣΟΚ .
Η κρίση που αντιμετωπίζει το κόμμα είναι οριακή. Γιατί
αν συνεχίσει να είναι ένας στρατός αξιωματούχων και μηχανισμών, που
ενδιαφέρονται μόνο για την εξουσία, δεν θα έχει πλέον κανέναν λόγο ύπαρξης. Ο
γενεαλογικός συναισθηματισμός δεν επαρκεί για το διατηρήσει εν ζωή, αφού και η
γενιά της αλλαγής κάποτε θα πάψει να υπάρχει. Η κοινωνία έχει πάει αλλού . Έχει
προχωρήσει πολλά βήματα παραπέρα.
Έκτο, το ΠΑΣΟΚ πλήττεται από μια κρίση κυβερνητισμού
και πολιτικού πολιτισμού.
Η συνεχής αναφορά στην εξουσία καλλιέργησε μια
νοοτροπία εξουσολαγνείας και κυβερβητισμού σε όλα τα επίπεδα του κόμματος. Ο
ανταγωνισμός για θέσεις και στασίδια ακόμα και τις πιο ασήμαντες έγινε μόνιμη
κουλτούρα του ΠΑΣΟΚ χωρίς κανένα ιδεολογικό και πολιτικό περιεχόμενο. Αυτή η
γενική κουλτούρα κυβερνητισμού δεν αποτελεί τίποτα άλλο από μια τάση κατάκτησης
της εξουσίας και παραμονής στην κυβέρνηση, σε δημόσιες θέσεις ή σε κομματικές
θέσεις ως κυρίαρχη προτεραιότητα, αν όχι αυτοσκοπός, τόσο της ηγεσίας όσο και
της βάσης του κόμματος. Η προσκόλληση στην εξουσία..
Ο κυβερνητισμός του ΠΑΣΟΚ συνδέεται με ένα πλέγμα
πελατειακών σχέσεων που διασφαλίζει την επανεκλογή του κόμματος σε μια εποχή
μάλιστα που το δημόσιο αδυνατεί να διανείμει προσόδους και λάφυρα. Εκ του
γεγονότος αυτού αναφύεται μια τακτική του κυβερνητισμού η οποία επιχειρεί να
αποσπάσει επιλεκτικές παροχές από την τρόικα όχι για να απαλύνει τον πόνο του
πληθυσμού αλλά για να καλύψει επιλεκτικά πελατειακά-εκλογικά δίκτυα.
Η μεταπολιτευτική εντροπία, που εκφράστηκε εν μέσω
ενός μονοδιάστατου «κρατισμού», υπό την έννοια μιας διανομής, δίχως αναδιανομή
εξακολουθεί να κυριαρχεί αλλά χωρίς υλικούς πόρους. Έμεινε το πουκάμισο χωρίς
σώμα. Τα επιλεκτικά επιδόματα και παροχές που κυριάρχησαν αντί της αύξησης του
επιπέδου ζωής μέσα από πραγματικές υπηρεσίες και ανθρωποκεντρικές κοινωνικές
υποδομές, δεν μπορούν πλέον να παρασχεθούν άπλετα με αποτέλεσμα την μαζική
μετακόμιση οπαδών, ψηφοφόρων και στελεχών.
Η έμμισθη συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια, σε
επιτροπές, η εκμίσθωση συμβούλων –φαντασμάτων , η εκπόνηση άσκοπων μελετών, η
ίδρυση μη αναγκαίων δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών , η συντήρηση αχρείαστων
δημόσιων επιχειρήσεων κοκ υπήρξαν εργαλεία μιας εντροπίας που μόχλευε δημόσια
κεφάλαια σε πελατειακά δίκτυα αντί να τα επενδύει σε ποιοτικά υψηλές δημόσιες
υπηρεσίες και στην ν επιλογή υψηλά καταρτισμένων προσώπων για νευραλγικές
θέσεις του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους με ευρείες αρμοδιότητες ,
επαρκείς αμοιβές, και επαρκής εμβέλεια δράσης.
Κατά συνέπεια η δημόσια διοίκηση ταυτίστηκε και έγινε
συνώνυμο της δημοσιονομικής κρίσης, κύριος μοχλός μιας ακατάσχετης και μη
ανατρέψιμης κρατικής εντροπίας η οποία ακόμα και σήμερα ακυρώνει και τις πιο
σκληρές παρεμβάσεις με τις οποίες «φαντάζεται» η τρόικα ότι θα φέρει την εξυγίανση.
Όσο αναπαράγεται ο καθεστωτικός κυβερνητισμός η
δημοσιονομική εξυγίανση δεν θα επέλθει, φορτίζοντας τον ελληνικό λαό με
τεράστια βάρη.
Η έβδομη κρίση που ταλανίζει το ΠΑΣΟΚ είναι οργανωτική. Το δίκτυο οργανώσεων του κόμματος
έχει κυριολεκτικά διαλυθεί ενώ το οργανωσιακό μοντέλο του είναι εντελώς ασαφές.
Κάποτε το ΠΑΣΟΚ στηριζόντανε στον λεγόμενο δημοκρατικό συγκεντρωτισμό δηλαδή
στην διοίκηση τύπου πυραμίδας από πάνω προς τα κάτω με παράλληλη διασύνδεση της
ηγεσίας με την βάση για λόγους όσμωσης και σύνθεσης των απόψεων και των ιδεών. Αργότερα,
την περίοδο του εκσυγχρονισμού το οργανωτικό σχήμα του ΠΑΣΟΚ μετατράπηκε σε μια
εκλογική μηχανή παραγόντων και παραγοντίσκων που στηριζόταν σε έναν κεντρικό
οργανωτικό πυρήνα.
Ο οργανωτισμός υποκατέστησε την ιδεολογική διαπάλη και
την διαμεσολάβηση κοινωνικών αιτημάτων. Το σχήμα ήταν απολιτικό αλλά οργανωτικά
και εκλογικά πολύ αποτελεσματικό. Την περίοδο Γ. Παπανδρέου εισήχθη θεωρητικά
το οριζόντιο μοντέλο της συμμετοχικής δημοκρατίας και της περιφερειακής συγκρότησης,
το οποίο απέτυχε ολοσχερώς. Από αυτό το σχήμα δεν έχει απομείνει πλέον τίποτα. Ο
οργανωτικός πειραματισμός κατέληξε στο σημείο το ΠΑΣΟΚ σήμερα να μην έχει
πουθενά οργανώσεις που να λειτουργούν.
Αντί το ΠΑΣΟΚ να δώσει πραγματικές ευκαιρίες και κίνητρα
ουσιαστικής συμμετοχής στα μέλη και τους φίλους του και να τους καταστήσει
συνδιαμορφωτές των θέσεων του καλλιέργησε τα εσωκομματικά πελατειακά δίκτυα και
τις προσωπολατρικές πρακτικές. Αντί να σέβεται να ακούει, να αξιοποιεί, να
αξιολογεί δημοκρατικά και δίκαια τα στελέχη του, καλλιέργησε μηχανισμούς
αποκλεισμού και περιθωριοποίησης για όσους δεν υπάκουσαν στο κύκνειο άσμα του
καθεστωτικού κυβερνητισμού ή στο νεοφιλελεύθερο κήρυγμα των μνημονίων.
Αντί το ΠΑΣΟΚ να παραμείνει ανοιχτό στους νέους, να
τους εμπιστευτεί και να τους αναθέσει ευθύνες προωθώντας ένα διαρκές αξίωμα
ανανέωσης στηριγμένο σε ιδεολογικές αρχές και πολιτικά κριτήρια, ώστε να
ενδυναμώνει την πολιτική ταυτότητα μιας σύγχρονής προοδευτικής προοπτικής,
προώθησε το μοντέλο της νεολαίας «νεροκουβαλητή» στο όνομα κάποιων ηγετικών
προσδοκιών ή κάποιων ασυνάρτητων ιδεολογικών αποκλίσεων.
Αντί να καλλιεργήσει το ΠΑΣΟΚ ένα εννοιολογικό και
πολιτικό οπλοστάσιο που να στηρίζεται σε έννοιες όπως «κοινωνία πολιτών» ,
αλληλεγγύη» , «κοινωνική δικαιοσύνη» , «κοινωνική ισότητα» κοκ καλλιέργησε ένα
οργανωτικό παραπέτασμα εννοιών που εκφράζονται με της λέξεις «μπουγάδα»,
«κοπτοραπτική», «χιόνι», «μαιϊντανός», «λαγός», «σουρωτήρι» «μπακαλόγατος» κοκ.
Σήμερα λοιπόν το ΠΑΣΟΚ δεν έχει ούτε πραγματικά στελέχη , ούτε πραγματική βάση.
Συμπέρασμα
Εν κατακλείδι, οι εφτά κρίσεις του ΠΑΣΟΚ συνθέτουν ένα
τοπίο που μόνο ευοίωνες προοπτικές ανασυγκρότησης και αναγέννησης δεν
προσφέρει. Σήμερα το ΠΑΣΟΚ που μοιάζει με αυτοδιοικούμενο ασύντακτο κοπάδι
αμφισβητεί πάλι τον αρχηγό του.
Έτσι φαίνεται ότι θα συνεχίσει να πορεύεται. Θα
αμφισβητεί και θα αντικαθιστά αρχηγούς έως ότου διαλυθεί. Εάν αναρωτηθεί κανείς
γιατί συμβαίνει αυτό, η απάντηση βρίσκεται στην μη επίλυση των επτά δομικών
κρίσεων που αναφέραμε παραπάνω. Υπό συνθήκες συρρίκνωσης, κοινωνικής
δυσαρέσκειας, οικονομικής καχεξίας και κομματικής αποσυσπείρωσης, απλώς
επιταχύνεται η διαλυτική πορεία του ΠΑΣΟΚ.
Ενώ η χώρα ταλανίζεται από την κρίση έχοντας αλλάξει
μέσα σε τρία χρόνια τρεις πρωθυπουργούς, έχοντας περάσει από μια ανεπίσημη
χρεοκοπία, και η κοινωνία παρακολουθεί περιδεής το βιοτικό της επίπεδο να
υποβιβάζεται δραματικά, χωρίς να γνωρίζει αν η κατωφερής σήραγγα έχει τέλος,
όλα στο ΠΑΣΟΚ παραμένουν τα ίδια. Έναν χρόνο μετά την διαδοχή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ
η εικόνα δεν έχει αλλάξει. Το άλλοτε κραταιό κόμμα της κεντροαριστεράς
εξακολουθεί να πορεύεται χωρίς πυξίδα, στόχους αναφοράς και προοπτική. Εκτός
και εάν εκλάβουμε την συμμετοχή και την στήριξη της κυβέρνησης Σαμαρά ως
μοναδικό στόχο και μοναδική προοπτική.
Το επικείμενο «συντακτικό συνέδριο» του ΠΑΣΟΚ πιθανόν
να αποτελέσει μια πράξη παράτασης. Πιθανόν όμως να αποτελέσει και την συγγραφή
της ληξιαρχικής πράξη θανάτου του. Για να απαντηθεί πάντως το ερώτημα του
μέλλοντος, είναι ηθικά και πολιτικά επιβεβλημένο, το ΠΑΣΟΚ να αναρωτηθεί στο
επικείμενο συνέδριο μόνο του, εάν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Ακόμα και αυτό όμως
φαίνεται αδύνατο.
Με 6000 χιλιάδες συνέδρους ούτε συνέδρια ανασύνταξης
γίνονται ούτε συνέδρια κατάληξης. Τα συνέδρια αυτά είναι αρένες για μονομάχους
και λιοντάρια.
*Μαυροζαχαράκης Μανόλης Κοινωνιολόγος –
Πολιτικός Επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου