Επικοινωνήστε μαζί μας στο email: oneiropagida2012@gmail.com

6 Φεβ 2013

29 χρόνια χωρίς τον Βασίλη Τσιτσάνη


*του Δημήτρη  Γιοβανόπουλου, φοιτητή Φιλοσοφικής

Στις 18 Ιανουαρίου 1984 έφυγε από τη ζωή ο μεγαλύτερος μουσικός, συνθέτης και στιχουργός: Ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ένας άνθρωπος που κατάφερε να γίνει μεγάλος όχι λόγω της συνεχούς προβολής και αυτοπροβολής, αλλά μέσα από το τεράστιο έργο του και την αγάπη του κόσμου που μέχρι σήμερα τον θυμάται και τον τιμά με κάθε τρόπο. Το κενό που άφησε, είναι τεράστιο και δεν μπορεί να καλυφθεί από κανέναν.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του Κώστα και της Βικτωρίας Τσιτσάνη. Οι γονείς του κατάγονταν από την Ήπειρο, η μητέρα του από τα Ζαγόρια και ο πατέρας του ο οποίος ασκούσε το επάγγελμα του τσαρουχά, από το Μέτσοβο. Γύρω στα 1922 ο πατέρας του μετατρέπει μια Ιταλική μάντολα στο, κακόφημο τότε, μπουζούκι και με αυτό, στον ελεύθερο χρόνο του τραγουδούσε αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια. 

Το 1927 πεθαίνει ο πατέρας του και ο Τσιτσάνης μπαίνει στη βιοπάλη. Οι σπουδές του στη μουσική προχωρούν καθώς ήδη από το 1934 παρακολουθεί μαθήματα βιολιού σε Ελληνικό Ωδείο με δάσκαλο τον Στέλιο Περιστέρη, αδελφό του γνωστού συνθέτη στην δισκογραφική εταιρία ODEON, Σπύρου Περιστέρη, ενώ για λίγο διάστημα θα μαθητεύσει κοντά στον Ιταλό μαέστρο Ραφαέλ Γιόσσα. Σε ηλικία 13 ετών συμμετέχει σε συναυλίες στα διαλλείματα του κινηματογράφου «Πανελλήνιο»: «Οι συμπατριώτες μου και οι συμμαθητές μου καμάρωναν για εμένα, για τις επιδόσεις μου στο βιολί. Αργότερα όμως τους πίκρανα με την απόφασή μου να γίνω μπουζουξής».

Τα πράγματα στο σχολείο όμως αρχίζουν να δυσκολεύουν. Ο 14χρονος, τότε, Τσιτσάνης δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με το σχολείο, το μπουζούκι και τη δουλειά. Μένει μετεξεταστέος αλλά τον Σεπτέμβριο καταφέρνει να προαχθεί στην επόμενη τάξη. Τότε όμως αρχίζει να αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στη σύνθεση των τραγουδιών του: «Για να πειράξω λίγο τον καθηγητή της Γεωγραφίας που ήταν λίγο περίεργος και στρυφνός και με είχε κόψει, είχα γράψει το τραγούδι «Μες  την Παραγουάη σε φίνο ακρογιάλι» και το τραγουδούσαμε μαζί με την τάξη σε μία εκδρομή. Ο καθηγητής μου το άκουσε, πειράχτηκε πολύ και με κάλεσε στο γραφείο του. Ώστε κύριε Τσιτσάνη, μου είπε, η Παραγουάη που δεν είναι παραθαλάσσια χώρα έχει φίνο ακρογιάλι. Έλα λοιπόν τον Σεπτέμβριο να μας δείξεις πού είναι. Πέρασα ένα καλοκαίρι κάτω από τη μουριά με το μπουζούκι και τη Γεωγραφία».

Το 1936 πηγαίνει στην Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει καθώς είχε πετύχει την εισαγωγή του στη Νομική Σχολή των Αθηνών. Για να καλύψει τα έξοδά του παίζει μπουζούκι στο κέντρο «Μπιζέλια» στον Κολωνό και στο «Πλάτανος» στον σταθμό Λαρίσης. Εκεί σύχναζαν πολλοί φοιτητές που γρήγορα μαγεύονται από τα τραγούδια του και η φήμη εξαπλώνεται σε όλη την πρωτεύουσα. Το ίδιο έτος ο Τσιτσάνης σε ηλικία 21 ετών, ηχογραφεί το τραγούδι «Σιγά καλέ την άμαξα» του Δημήτρη Περδικόπουλου. Σε αυτό τον δίσκο παίζει μπουζούκι και αυτή είναι η πρώτο δισκογραφική εμφάνιση του Βασίλη Τσιτσάνη. Η πρώτη σύνθεση του Βασίλη Τσιτσάνη κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1936 με τίτλο «Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε» το οποίο τραγούδησε η Γεωργία Μιττάκη 

Το 1938, υπήρξε ένα έτος – ορόσημο για τον Βασίλη Τσιτσάνη. Φεύγει για τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να πραγματοποιήσει την στρατιωτική του θητεία. Είναι ίσως η πιο δημιουργική περίοδος του συνθέτη. Γράφει μια σειρά από κλασσικά λαϊκά τραγούδια τα οποία ηχογραφεί στην Αθήνα στις δισκογραφικές εταιρίες «Columbia» και «His masters voice». Την τριετία 1937 – 1940 ηχογραφεί τα: «Αρχόντισσα», «Σε φίνο ακρογιάλι», «Μες την πολλή σκοτούρα μου», «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά», «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», «Καλαμπακιώτισσα». Κατά τη διάρκεια της κατοχής παραμένει στη Θεσσαλονίκη. Τον Ιούλιο του 1942 παντρεύεται τη Ζωή Σαμαρά με την οποία θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Κώστα και τη Βικτωρία Τσιτσάνη.  Την ίδια περίοδο ο Τσιτσάνης θα ανοίξει μαζί με τον Ανδρέα Σαμαρά, αδελφό της γυναίκας του, το περίφημο «Ουζερί Τσιτσάνης» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης (Παύλου Μελά 22) απέναντι από το σπίτι που έμενε ενώ τα καλοκαίρια έκανε περιοδείες στις γύρω περιοχές. «Την πόλη της Θεσσαλονίκης την αγαπώ πάρα πού. Στην πόλη αυτή ετοίμασα, στην Κατοχή, και έγραψα κάτω από τραγικές συνθήκες ένα ολόκληρο έργο, ένα έργο για το οποίον θα μιλούσε αργότερα όλος ο κόσμος. Μόλις λοιπόν έφτασα στη Θεσσαλονίκη δούλεψα στο Καραμπουρνάκι, στου Μπάρμπα – Λια, δούλεψα στην Κόκκινη εκκλησιά και στα περίφημα ‘Κούτσουρα’ του Δαλαμάγκα. Τον χειμώνα του ’41 άνοιξα δικό μου μαγαζί, που έμεινε και ιστορικό, λεγόταν ‘Ουζερί Τσιτσάνη’ και εκεί μέσα έγραψα τραγούδια τα οποία γραμμοφώνησα μετά τον πόλεμο και χάλασαν κόσμο. Εκεί έγραψα το ‘‘Μπαξέ τσιφλίκι’’, το ‘‘Βάρκα – Γιαλό’’, το ‘‘Εγώ πληρώνω τα μάτια που αγαπώ’’, τη ‘‘Λιτανεία του μάγκα’’. Έγραψα τη ‘‘Δροσούλα’’, την ‘‘Αχάριστη’’, τις ‘‘Αραπίνες’’,  το ‘‘Σταυροδρόμι’’, το ‘‘Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις’’, τη ‘‘Μαγιώρα’’, τα ‘‘Πέριξ’’.

Μετά τη λήξη του πολέμου και την αποχώρηση των Γερμανών, ο Βασίλης Τσιτσάνης, εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Συνεργάζεται με τους Πρόδρομο Τσαουσάκη, Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκίλ, Σωτηρία Μπέλλου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σεβάς Χανούμ, Άννα Χρυσάφη και Μαρίκα Νίνου. Με την Μαρίκα Νίνου (η οποία μάλιστα αποτελεί δική του ανακάλυψη) θα σχηματίσουν ένα από τα πιο δημοφιλή ντουέτα της δεκαετίας του 1950. Εμφανίζονται για αρκετό καιρό στην Ταβέρνα ‘Τζίμης ο Χοντρός’ στην οδό Αχαρνών 77. Στη συνέχεια συνεργάζεται με τη μεγάλη ρεμπέτισσα Σωτηρία Μπέλλου κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση της Νίνου της οποίας, όμως, η υγεία συνεχώς κλονίζονταν. Το 1953 η Μαρίκα Νίνου φεύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για εμφανίσεις μαζί με άλλους καλλιτέχνες της εποχής. Η επάρατη νόσος όμως είχε προσβάλλει τη μεγάλη τραγουδίστρια και το 1956 αφήνει την τελευταία της πνοή στην Αθήνα σε ηλικία μόλις 36 ετών από καρκίνο στη μήτρα.

Ιστορική έχει μείνει η αντιπαράθεση του Τσιτσάνη με διάφορους συνθέτες για την περίπτωση των λεγόμενων «Ινδοαραβοτουρκικών» τραγουδιών. Σε αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης επιτίθεται με σθένος. Αρνείται να προσαρμόσει τις δημιουργίες του σε αυτό το είδος μουσικής. Αναφορικά με τα Ινδοαραβοτούρκικα τραγούδια, πρόκειται κατά τον ίδιο σε δημιουργίες ξένων συνθετών τις οποίες «έλληνες μουσικοκάπηλοι συνθέτες παρουσίαζαν ως δικές τους». Κατά τον Βασίλη Τσιτσάνη, κύριος υπαίτιος αυτής της κατάστασης, υπήρξε ο συμπατριώτης του, Απόστολος Καλδάρας, ο οποίος ετοίμασε πολλά τραγούδια κατά αυτόν τον τρόπο. Αρχικά, πρόθεση του Τσιτσάνη, ήταν να πάρει με το μέρος του τον Καλδάρα, ο οποίος όμως λόγω των εσόδων αρνείται κατηγορηματικά. Δεν παρέλειψε βέβαια να συστήσει στους ραδιοφωνικούς σταθμούς της εποχής, να ζητούν υπεύθυνη δήλωση γνησιότητας από τις δισκογραφικές εταιρίες: «Με καταδιώκεις, αλλαγή θεμάτων και δημιουργία ψευδών εντυπώσεων , δεν θα σας σώσουν. Η εύκολη αυτή δουλειά που σας έκανε μάγους συνθέτας σταματάει! Η υπογραφή σας θα είναι ο οδηγός σας. Αυτή θα σας ξυπνάει από τη νάρκη που σας έκανε κανίβαλους, να κατασπαράζετε και να καταβροχθίζεται τα αριστουργήματα άλλων χωρών». Ο ίδιος ο Καλδάρας προσπάθησε να απαντήσει στον Τσιτσάνη, με πολύ φτωχότερα επιχειρήματα: «Όλα αυτά, ο κύριος Τσιτσάνης δεν τα λέει από ενδιαφέρον για το λαϊκό τραγούδι, αλλά από συμφέρον γιατί δεν είναι σε θέση να παλέψει στον καλλιτεχνικό στίβο. Μην ξεχνάμε ότι το λαϊκό τραγούδι, θα πρέπει να το αναζητήσουμε στο τραγούδι που έφεραν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Ο διωγμένος ελληνισμός  μας έφερε το γνήσιο λαϊκό τραγούδι με τη ρίζα του τη βυζαντινή».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Βασίλης Τσιτσάνης αναλαμβάνει διευθυντικό πόστο στην «Columbia» και χάρη σε δική του πρωτοβουλία επανέρχεται στη δισκογραφία ο Μάρκος Βαμβακάρης. Όπως και άλλοι συνθέτες αναλαμβάνει την ερμηνεία των συνθέσεών του τόσο στη δισκογραφία όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις του. Το 1966 ξεκινάει μια αληθινά όμορφη και επιτυχημένη συνεργασία. Γνωρίζει και συνδέεται τόσο φιλικά όσο και επαγγελματικά με την Χαρούλα Λαμπράκη με την οποία μέχρι το 1971 εμφανιζόταν στο κέντρο ‘Χάραμα’ στην Καισαριανή. Η ίδια η Χαρούλα Λαμπράκη αναφέρει σε συνέντευξή της: «Ένα στέλεχος της Columbia μου είπε μία μέρα πως θέλει ο Τσιτσάνης να με γνωρίσει και να με ακούσει. Εγώ βέβαια είχα ηχογραφήσει κάποια τραγούδια άλλων συνθετών. Έγραψα τη διεύθυνση σε ένα χαρτάκι και πήγα στο σπίτι του. Μου είχανε κοπεί τα πόδια. Αυτός όμως έσπασε αμέσως τον πάγο. Πήρε, λοιπόν, εκείνο το θεϊκό το μπουζούκι και μου λέει: Πάμε να πούμε ένα τραγουδάκι; Βεβαίως κύριε Βασίλη. Μάλιστα, τον έλεγα κύριε Τσιτσάνη στην αρχή. Και όταν πήρε το μπουζούκι, δεν μου έπαιξε κάποιο τραγούδι γνωστό, ή κάποιο από τα κλασσικά του. Είπαμε ένα τραγούδι το οποίο το είπαμε λίγο αργότερα μαζί σε δίσκο, ήταν το ‘Δε ρωτώ ποια είσαι’. Και τότε μου είπε: Δεν θέλω να με λες κύριε Τσιτσάνη, θα με λες Τσίλα. Αυτή ήταν η πρώτη μας φιλική κουβεντούλα». Με την Χαρούλα Λαμπράκη, ο Τσιτσάνης, ηχογραφεί 28 τραγούδια από το 1966 μέχρι και το 1971, οπότε και τερματίστηκε η συνεργασία τους, με πιο γνωστά τα: ‘‘Δε ρωτώ ποια είσαι’’ το 1966,  ‘‘Κορίτσι μου όλα για σένα’’ το 1967, ‘‘Απόψε στις ακρογιαλιές’’ και ‘‘Με παρέσυρε το ρέμα’’ το 1968. Την ίδια περίοδο συνεργάζεται και με τον Σταμάτη Κόκοτα και ηχογραφεί το γνωστό τραγούδι ‘‘Κάποιο αλάνι’’ το 1968.

Το 1969 επιστρέφοντας από την Αμερική, όπου είχε πάει για εμφανίσεις μαζί με την Χαρούλα Λαμπράκη, συνεργάζεται με τον φίλο και κουμπάρο του, Γιάννη Παπαϊωάννου, τη χειμερινή περίοδο στο Χάραμα και το καλοκαίρι στο Πανόραμα στις Τζιτζιφιές. Ξημερώματα, στις 3 Αυγούστου 1972 ο Παπαϊωάννου, τελειώνοντας το πρόγραμμά του φεύγει για το εξοχικό του στη Σαλαμίνα. Στη λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου στο Πέραμα ένας πεζός βγήκε ξαφνικά μπροστά του και για να τον αποφύγει έριξε το αυτοκίνητό του σε ένα στύλο. Με αυτό τον τραγικό τρόπο διακόπηκε η συνεργασία τους. «Ο θάνατος του Γιάννη με συνέτριψε, Στη μνήμη του έγραψα ένα τραγούδι που τιτλοφορείται ‘‘Το τραγούδι του Γιάννη’’».    

Ο Τσιτσάνης συνέχισε και στη δεκαετία του 1970 τη δημιουργική του πορεία. Ίσως το έργο εκείνης της περιόδου να μην φτάνει στο ύψος των προηγούμενων δεκαετιών, αναμφισβήτητα όμως τα τραγούδια του επηρέασαν το μουσικό ύφος άλλων δημιουργών και αποτέλεσαν τον πυρήνα στον οποίο στηρίχτηκε το γνήσιο λαϊκό τραγούδι. Το 1971 κυκλοφορεί  ‘‘Το ξεκίνημα’’ με επανεκτελέσεις παλαιότερων και προπολεμικών τραγουδιών. Το 1973 εκδίδεται ο δίσκος ‘‘Τα ωραία του Τσιτσάνη’’ επίσης με νέες εκτελέσεις παλιών τραγουδιών του με τις φωνές καταξιωμένων ερμηνευτών, όπως του Γρηγόρη Μπιθικώτση και του Σταμάτη Κόκοτα αλλά και ανερχόμενων, όπως της Δήμητρας Γαλάνη, της Λιζέτας Νικολάου και της Αλεξάνδρας (οι τρεις αυτές τραγουδίστριες αναδείχθηκαν από τον Βασίλη Τσιτσάνη). Το 1975 κυκλοφορεί το ‘‘Σκοπευτήριο’’ που περιλαμβάνει νέα τραγούδια, όπως τα: ‘‘Αστροφεγγιά’’, ‘‘Η Σκιά μου και εγώ’’ με τη Βίκυ Μοσχολιού και την Δήμητρα Γαλάνη και τον ίδιο τον Τσιτσάνη στο σπουδαίο τραγούδι ‘‘Της γερακίνας γιος’’. «Τα τελευταία πέντε χρόνια οι πενιές μου αντιλαλούν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Εκεί, στο λαϊκό στέκι μου, εμπνεύστηκα τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου αυτού, γι’ αυτό και θεώρησα υποχρέωσή μου να τον τιτλοφορήσω ‘‘Σκοπευτήριο’’». Το 1978 ο Τσιτσάνης εκδίδει τις ‘’12 Νέες λαϊκές δημιουργίες’’ με τον ίδιο να τραγουδά το ‘‘Δηλητήριο στη φλέβα’’.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Βασίλης Τσιτσάνης συνδέεται φιλικά και με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ποίος πήγαινε συχνά στο Χάραμα και χόρευε εκεί το αγαπημένο του ζεϊμπέκικο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης κράτησε αποστάσεις από το ΠΑΣΟΚ όχι όμως από τον αρχηγό του. Μάλιστα ο Ανδρέας Παπανδρέου πρότεινε στον Τσιτσάνη να κατέβει στο ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ. Ο συνθέτης όμως δεν χρειάστηκε χρόνο για να του απαντήσει: «Κοίτα να δεις Ανδρέα μου, εγώ είμαι ο Τσιτσάνης όλων των Ελλήνων. Αν έρθω μαζί σου, θα χάσω τους μισούς».

Το 1980 βγαίνει το μοναδικό ‘‘Χάραμα’’ το οποίο πρόκειται για ένα δίσκο όχι μόνο με οικονομικό αντίκρισμα (Ο Τσιτσάνης πήρε το βραβείο του Χρυσού Δίσκου για το ρεκόρ πωλήσεων) αλλά και με συμβολική αξία. Πιο συγκεκριμένα, το σημαντικότερο ρόλο για αυτή την ηχογράφηση έπαιξε η Τατιάνα Γιαννοπούλου, μεγάλη ερευνήτρια της λαϊκής μουσικής  η οποία ζει και εργάζεται στο Παρίσι. Όντας θαυμάστρια της μουσικής του Τσιτσάνη μεσολάβησε ώστε να πραγματοποιηθεί η επιθυμία της Unesco και να προχωρήσει το σχέδιο στην πράξη στέλνοντας τον Γάλλο καθηγητή Simha Arom στην Ελλάδα. Ο Arom έφτασε στην Ελλάδα στις 10 Φεβρουαρίου του 1980 στην Ελλάδα και αμέσως άρχισαν οι προκαταρκτικές συζητήσεις για την ηχογράφηση. Ο Arom από την πρώτη στιγμή δήλωσε καθαρά, πως ενδιαφέρεται, για μία αυθεντική ηχογράφηση με τα τρία παραδοσιακά όργανα (κιθάρα, μπουζούκι, μπαγλαμάς). Ζητούσε μία έγγραφη ηχογράφηση χωρίς playback και remixing. Ο Τσιτσάνης, βέβαια, αντέδρασε όντας συνηθισμένος εδώ και χρόνια να ηχογραφεί με πιάνο και κρουστά, αλλά στο τέλος κατάλαβε ότι ο Arom, ήθελε μια απλή μια ζωντανή ηχογράφηση κάτι που έπαψε να γίνεται από το 1956 – 1957 και επιπλέον όσο το δυνατόν περισσότερα οργανικά κομμάτια και φυσικά τραγούδια. Ο Τσιτσάνης, με το πρόσχημα ότι είναι απροετοίμαστος, καθυστέρησε μερικές μέρες την ηχογράφηση με αποτέλεσμα την δυσφορία του Arom. Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Ο συνθέτης είχε συγκινηθεί με την ιδέα της ηχογράφησης με τον παλιό και αυθεντικό τρόπο, που περισσότερο διασκέδαζε την όλη υπόθεση. Τελικά το βράδυ της Παρασκευής, 15 Φεβρουαρίου 1980, στις 2.30 το πρωί, μετά το τέλος του προγράμματός του στο Χάραμα, ο Τσιτσάνης με το παλιό μπουζούκι του, ο Γιάννης Δέδες με την κιθάρα του, ο Μπάμπης Μαλλίδης με τον μπαγλαμά, η Ελένη Γεράνη (η τελευταία παρτενέρ του Τσιτσάνη στα κέντρα) και ο Arom με ένα φορητό μαγνητόφωνο έκαναν την ηχογράφηση. Την άλλη μέρα όμως ο Arom μετρώντας το χρόνο που ηχογράφησε, κατάλαβε ότι χρειάζονταν επιπλέον τραγούδια για να συμπληρωθεί ο χρόνος 2 δίσκων που επιθυμούσε. Έτσι αποφασίστηκε την Καθαρή Δευτέρα, 18 Φεβρουαρίου 1980, την μοναδική αργία του Τσιτσάνη κάθε χρόνο να την εκμεταλλευτούν για τα υπόλοιπα. Σε αυτή τη δεύτερη συνάντηση ηχογραφήθηκαν κυρίως οργανικά κομμάτια. Ο Arom ενθουσιάστηκε τόσο πολύ που παρόλο που έπρεπε να φύγει για το Παρίσι, θα μπορούσε να καθυστερήσει για λίγο αν ο Τσιτσάνης ήθελε να ηχογραφήσουν κάτι ακόμα. Σε αυτή την τρίτη συνάντηση, (αυτή τη φορά μόνο ο Τσιτσάνης), ολοκληρώθηκε ο δίσκος, ο οποίος αποτελεί στην ουσία μία ζωντανή ηχογράφηση με μεγάλη αξία.

Τον Αύγουστο του 1981, ο Δήμος Ηρακλείου καλεί τον Βασίλη Τσιτσάνη για μία συναυλία στο κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης». Ήταν η πρώτη φορά που ο Τσιτσάνης πήγαινε σε νησί. Σε αυτή τη συναυλία (Της οποίας η πρώτη μέρα μεταδόθηκε από την ΕΡΤ και η δεύτερη ηχογραφήθηκε ζωντανά) ο Τσιτσάνης έπαιξε 32 από τα αθάνατα τραγούδια του προκαλώντας τον ενθουσιασμό των κατοίκων του Ηρακλείου, οι οποίοι τον αποθέωσαν. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του πριν την έναρξη της Συναυλίας: «Ηρακλειώτες, Ηρακλειώτισσες καλησπέρα σας. Είναι η χαρά μου μεγάλη που βρίσκομαι για πρώτη φορά εδώ στην πόλη σας. Αλλά θα σας πω κάτι για να το ακούσει ολόκληρη η Ελλάδα, για πρώτη φορά πατάω σε νησί το πόδι μου! Αυτό δεν θα το πιστέψετε! Ένα πράγμα που με λυπεί μόνο είναι ότι, κάποτε περνώντας περαστικός από την Πλάκα, ο Νίκος Ξυλούρης το παλληκάρι το δικό σας, μου είχε πει να δώσουμε μια συναυλία μαζί εδώ. Δυστυχώς ήρθα μόνος μου». 

Ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μεγαλύτερος καλλιτέχνης στα χρονικά της Ελλάδας. Όπως ήταν βέβαια φυσικό, προκαλούσε τη ζήλεια και σε πολλές περιπτώσεις το μίσος των άλλων καλλιτεχνών. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πολλοί προσπάθησαν να πάρουν τραγούδια τα οποία ήταν αποδειγμένως, δικές του δημιουργίες. Οι δημιουργίες του Βασίλη Τσιτσάνη όμως είχαν μια διαφορά: Έβγαιναν από την ψυχή του, από ένα στιγμιότυπο που μπορεί να τον συγκίνησε, ή από κάποιο αληθινό γεγονός.

Σε αυτό το σημείο σκόπιμη θα ήταν η αναφορά σε κάποια από τα πιο γνωστά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, αλλά και στην ιστορία που κρύβεται πίσω από αυτά. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» αποτέλεσε το μήλον της έριδος μεταξύ, του Βασίλη Τσιτσάνη και κάποιου άλλου δημιουργού, τα περίφημα «Καβουράκια» τα οποία διεκδικούσε η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η «Αρχόντισσα» που βασίστηκε σε αληθινή ιστορία όπως και το «Κάποιο αλάνι» και το γνωστό πλέον, «Το βαπόρι απ’ την Περσία».

Στα χρόνια της κατοχής, ο Βασίλης Τσιτσάνης γνωρίζεται με μία πλούσια κοπέλα, που ονομαζόταν Ελίζα. Αυτή την κοπέλα, την ερωτεύτηκε ένας παλιός συμμαθητής του Τσιτσάνη από τα Τρίκαλα, ονόματι Λάκης. Η ίδια είχε έναν άτυχο γάμο, που τερματίστηκε με τον τραγικό θάνατο του αγαπημένου της. Μετά από λίγο καιρό, η κοπέλα αρρώστησε, και τα υπνωτικά που της χορηγούσαν οι γιατροί, επιδείνωναν την υγεία της. Συναντήθηκε κάποιες φορές με τον Λάκη, χωρίς όμως να δείχνει κάποιο ενδιαφέρον γι’ αυτόν. Στην τελευταία τους συνάντηση, του μίλησε άσχημα και ο Λάκης ήταν απαρηγόρητος. Λίγο καιρό αργότερα ο Τσιτσάνης έμαθε για την κατάληξη της σχέσης των δύο προσώπων και όντας στο κρατητήριο του Τάγματος Τηλεγραφητών (λόγω της αδικαιολόγητης απουσίας του από την πρωινή αναφορά) ετοίμασε την «Αρχόντισσα». Στο μεταξύ, η κατάσταση της υγείας της Ελίζας επιδεινώνονταν. Έχασε τα λογικά της και κάθε βράδυ κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας, μεθυσμένη και βρίζοντας τους Γερμανούς με αποτέλεσμα κάποιος στρατιώτης να την σκοτώσει ένα βράδυ εν ψυχρώ.

Η Συννεφιασμένη Κυριακή γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη και ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1948. Σύμφωνα με την δική του αφήγηση ο αρχικός τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή», με αφορμή ένα γεγονός που ο Τσιτσάνης είδε, ένα βράδυ γυρνώντας από το ουζερί του. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη νύχτα. Γυρνούσα από το ουζερί μου και έκανε πολύ κρύο. Δεν ξέραμε τότε αν θα γυρίσουμε ζωντανοί το σπίτι μας. Έξω από την πόρτα μου είδα ένα παλληκάρι, που το είχαν πυροβολήσει. Το αίμα του είχε πέσει πάνω στο χιόνι και είχε ακόμα ανοιχτά τα μάτια του. Η καρδιά μου σφίχτηκε. Αφού κάλεσα την αστυνομία και διαπιστώθηκε ο θάνατός του, γύρισα κουρασμένος στο σπίτι μου. Δεν μπορούσα όμως να ξεχάσω αυτό το παιδί. Ήταν Κυριακή. Έτσι ετοίμασα το τραγούδι το ματωμένο εκείνο βράδυ, κάτω από τους βομβαρδισμούς» Το 2004  κάποιος δημιουργός με το όνομα Αλέκος Γκούβερης (αν λογίζεται σαν δημιουργός κάποιος που έγραψε μόνο δύο τραγούδια), δήλωσε πως έγραψε ο ίδιος το τραγούδι. Ο Γκούβερης ισχυρίζεται πως έγραψε το τραγούδι επειδή μια Κυριακή η ΑΕΛ Λαρίσης έχασε σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Είναι γνωστό όμως πως η ΑΕΛ Λαρίσης ιδρύθηκε το 1964 και το τραγούδι γράφτηκε το 1948. Ο Γιώργος Λιάνης, στενός φίλος του Βασίλη Τσιτσάνη και έχοντας στην κατοχή του το ημερολόγιό του, αναφέρει «Δεν είναι δυνατόν η Συννεφιασμένη Κυριακή, ο εθνικός ύμνος των νεοελλήνων, να είναι εμπνευσμένη από ένα τέτοιο γεγονός».

 Η αντιπαράθεση  της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου με τον Βασίλη Τσιτσάνη, αφορά κάποια τραγούδια τα οποία η ίδια πωλούσε στον συνθέτη και τα οποία προφανώς ανήκαν στον ίδιο με δική της υπεύθυνη δήλωση. Σε μία περίπτωση όμως προσπάθησε να κατοχυρώσει κάποια δημιουργία από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο λόγος για το τραγούδι «Τα καβουράκια». Ο Τσιτσάνης ζήτησε τη βοήθεια της Παπαγιαννοπούλου και ίδια έγραψε κάποιους στίχους τους οποίους όμως ο Τσιτσάνης άλλαξε ολοκληρωτικά. Το τραγούδι, λοιπόν, ξεκίνησε από μία ιδέα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, αλλά το τραγούδι είναι καθαρά του Βασίλη Τσιτσάνη.

Το 1968 ο Βασίλης Τσιτσάνης σημείωσε άλλη μια μεγάλη επιτυχία, με το ανερχόμενο αστέρι, Σταμάτη Κόκοτα. «Ένα βράδυ σε ένα από τα πρώτα τραπέζια μπροστά από το πάλκο ένα παλληκάρι καθόταν μόνο του και έκλαιγε. Λίγο αργότερα ήρθε στο καμαρίνι, και μου εκμυστηρεύτηκε ότι θρηνούσε μια χαμένη του αγάπη. Αγάπησε μια πλούσια κοπέλα η οποία όμως δεν ανταποκρίθηκε γιατί ήταν φτωχός. Εγώ ετοίμασα το τραγούδι σε λίγη ώρα. Πολλά χρόνια αργότερα, η Ελλάδα τραγουδά ακόμη για εκείνο το αλάνι απ’ το λιμάνι».

Στις 7 Ιανουαρίου του 1977 οι ελληνικές διωκτικές αρχές, ανακαλύπτουν σε ένα πλοίο που περνούσε από τον Ισθμό της Κορίνθου, 11 τόνους κατεργασμένου χασίς, την μεγαλύτερη ποσότητα που καταγράφτηκε ποτέ στα παγκόσμια χρονικά. Ο Τσιτσάνης ενώ ξυριζόταν άκουσε στο ραδιόφωνο το περιστατικό και αμέσως άρχισε να πλάθει στο μυαλό του το τραγούδι. Όταν πήγε στο κέντρο που εμφανιζόταν, πήγε στην κουζίνα και σε ένα πακέτο τσιγάρων έγραψε την πρώτη στροφή. Στη συνέχεια, και μετά το πρώτο διάλλειμα, βγήκε και είπε στον κόσμο: «Τώρα θα σας πω ένα καινούριο τραγούδι», Και αμέσως άρχισε να λέει την  πρώτη στροφή του τραγουδιού. Μέχρι το πρωί, το τραγούδι ήταν έτοιμο. Την επομένη που το τραγούδι ήταν ολοκληρωτικά έτοιμο, το τραγούδησε στον κόσμο εν μέσω αποθέωσης. Η δημιουργία αυτή όμως γνώρισε ποικίλες απαγορεύσεις σε σημείο, το 1984 λίγο μετά τον θάνατο του Τσιτσάνη να χαρακτηριστεί ως «απλοϊκά ειρωνικό, λιγάκι γελοίο».

Στα τέλη του 1983 η υγεία του Βασίλη Τσιτσάνη, άρχισε να κλονίζεται. Ο καρκίνος χτύπησε τον μεγάλο δημιουργό. Στις 25 Δεκεμβρίου 1983 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο Χάραμα. Το τελευταίο τραγούδι που ερμήνευσε στον κόσμο ήταν ένα τραγούδι του 1951 με τίτλο «Είμαστε αλάνια». Μετά από δύο ημέρες έφυγε για το Λονδίνο για μία εγχείρηση στον πνεύμονα. «Ξέρω ότι δεν γυρίσω ξανά ζωντανός στην Ελλάδα. Θέλω να με θάψετε με το μπουζούκι μου και την ώρα που θα κατεβάζετε στον τάφο θέλω οι φίλοι μου να μου παίξουνε την Συννεφιασμένη Κυριακή». Μετά από επιπλοκές στην εγχείρηση, γύρω στις 9.00 το βράδυ ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 69 ετών στις 18 Ιανουαρίου 1984, ανήμερα των γενεθλίων του. Το ίδιο βράδυ η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα και τη Μητρόπολη όπου και τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Πλήθος κόσμου έδωσε το παρών τόσο στη Μητρόπολη όσο και στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών για να αποχαιρετίσει τον Βασίλη Τσιτσάνη. Κυρήχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος στη μνήμη του ενώ, προς το μεσημέρι ξεκίνησε η πομπή προς το Α’ Νεκροταφείο. Ο κόσμος συνέρρεε κατά χιλιάδες έστω για να δει το φέρετρο του αείμνηστου συνθέτη και κατά την επιθυμία του, την ώρα που τον κατέβαζαν στην τελευταία του κατοικία, οι φίλοι και όλος ο κόσμος που κατέκλυσε το Α’ Νεκροταφείο τραγουδούσε τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Από εκεί δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι φίλοι και οι συνεργάτες του: Ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη, ο Ζυλ Ντασέν, ο Μάνος Κατράκης, η Αλίκη Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, η Τζένη Καρέζη με τον Κώστα Καζάκο, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Κώστας Χατζηχρήστος, η Έλλη Λαμπέτη, η Χαρούλα Λαμπράκη, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιάννης Πάριος, η Δήμητρα Γαλάνη και πάρα πολλοί άλλοι. Φυσικά η γυναίκα του, Ζωή και τα παιδιά του Κώστας και Βικτωρία.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης, όμως δεν θα πεθάνει ποτέ. Θα ζει για πάντα μέσα στα σπίτια των Ελλήνων. Θα ζει για πάντα, γιατί κατάφερε να προσφέρει όχι μόνο στην μουσική αλλά και γενικότερα στην πολιτιστική και πολιτισμική ανάπτυξη της χώρας. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, θαύμα σωματικής και ψυχική αντοχής, μέχρι και την τελευταία μέρα ήταν στο κέντρο του, μαζί με τον κόσμο του. Μέχρι και την τελευταία στιγμή έγραφε και πρόβαρε νέα τραγούδια. Αυτά που προσέφερε ήταν πάρα πολλά, γι’ αυτό και ο κανόνας ουδείς αναντικατάστατος, βρίσκει στον Βασίλη Τσιτσάνη την εξαίρεσή του. Την ημέρα που τον θάψανε ήταν Κυριακή, μια Συννεφιασμένη Κυριακή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου